Με το φερνάτζι (1)  στον  σωρόν, το μάλαμα (2) ανεμίζουν,
Κι ο αέρας παίρνει τ’ άχυρα, ολόγυρα στον κάμπο.
Και δώσ’ του πάνε κι’ έρχονται αράδα ανεμιστάδες,
Ξυπόλυτοι πα’ στον σωρόν, κορμιά κυπαρισσένια
Και βράκες σαραντάπηχες στον κορνιαχτό ν’ ασπρίζουν. 

Αντιλαλούν τα γέλια τους, ως του Πενταδακτύλου,
Τις αετίσιες τις κορφές, τις καστροφορεμένες,
Με τους Ακρίτες να θωρούν, την Μεσαρκάν  να γλέπουν (3).

Της καλοσύνης άρχοντες, της λεβεντιάς βλαστάρια,
Γρήγορα τα φερνάτζια σας, πριχού να κάτσει ο Νότος,
Ν’ ανεμιστεί το μάλαμα, τ’ άχυρο να πετάξει,
Να φάει ψωμί η φτωχολογιά, απ’ το καλό σιτάρι,
Να φάει μάνα και παιδί, να φάει να χορτάσει.

Με στραγγισμένο τον λαιμό, στην κάψα τ’ Αλωνάρη,
Να σταματούν ολόδρωτοι, να πάρουν απ’ το χέρι,
Της λυγερής ομορφονιάς, της χαμηλοβλεπούσας,
Νερό να πιουν να δροσιστούν, μέσ’ απ’ το ίδιο τάσι,
Χωματοδισκοπότηρο τέτοιας λεβεντοσύνης,
Που πίνουνε και ξυδιψούν  τιμή, μαζί κι αγάπη!

Λευκωσία,  26 Αυγούστου, 1990


  1. Φερνάτζι: Γεωργικό εργαλείο για διαχωρισμό του σιταριού ή άλλων δημητριακών,  από το άχυρο.
  2. Μάλαμα: Το μείγμα από σιτάρι και άχυρο. Ο όρος «μάλαμα» δείχνει την υπέρτατη αξία του σιταριού στην διατήρηση της ζωής και στην ανθρώπινη ευημερία.
  3. Γλέπω: Κυπριακή λέξη που σημαίνει προσέχω, φροντίζω, προστατεύω κάποιον /κάποια.