Εκτύπωση
Κατηγορία: Ποίηση
Εμφανίσεις: 1412

(Αφιερωμένο στον Ηρωομάρτυρα Τάσο Ισαάκ)

Εκεί στη νεκρή ζώνη, της μοιρασμένης πατρίδας,
έριξες λίπασμα το κορμί σου και το αίμα.

Δρυς Εσύ, στα φύλλα σου να κτίζουν φωλιές τα πουλιά
και να ζευγαρώνουν κάθε Μάρτη,
και στην παχιά σκιά σου, να βρούμε,
οι γιοι του Ακρίτα, δροσιά κι αναπαμό.

Αετέ πλατύστερνε,
τίναξες τις χρυσές φτερούγες σου,
για την πόλη του Ευαγόρα
κι αγνάντεψες στο κύμα της,
τις τριήρεις των Αχαιών…

Σ’ άρπαξε της ντροπής το συρματόπλεγμα
και μόνος παλικάρι μου,
φορτωμένος τη μάνα Ρωμιοσύνη στους ώμους,
ένας Τιτάνας Εσύ,
πάλεψες για λίγα ψίχουλα αξιοπρέπειας.

Η Ρωμιοσύνη χτυπημένη από τ’ άδικο,
να χύνει το αίμα της στη γη
κι η οικουμένη, με μπλε μπερέ*,
ταγμένη στη γραμμή, να κοιτά
δίχως να καταλαβαίνει, χωρίς να γνοιάζεται.
Ως πότε Ρωμιοσύνη θα αιμάσσεις!

Παιδί μου, το παιδί σου θα γεννηθεί
και δεν θα νιώσει το δικό σου χάδι.
Ως πότε Ρωμιοσύνη
θα γεννιέσαι στην ορφάνια…

Αφώτιστη μέρα του μακελειού,
με τον Τεύκρο να κλαίει τα παιδιά του,
μόνος, αλυσόδετος, στα κάστρα του.
Θολά τώρα με το αίμα σου
τα διάφανα νερά, της πανέμνοστης Σαλαμίνας.

Κι Εσύ,
ματωμένο παλικάρι,
πεσμένο στο συρματόπλεγμα,
να μας δείχνεις τον δρόμο…

Λευκωσία, 13 Αυγούστου 1996
*Μπλε μπερέ: Παρόντες στην σκηνή της δολοφονίας του Τάσου Ισαάκ, ήταν και μέλη της Ειρηνευτικής Δύναμης Κύπρου