(Αφιέρωμα τιμής στους Ελλαδίτες αγνοούμενους αξιωματικούς και στρατιώτες, που πολέμησαν με ανδρεία και θυσίασαν την ζωή τους για την Ελευθερία της Κύπρου, στην διάρκεια της Τουρκικής εισβολής). 

Με σφαίρα εις το γόνατο κι από μια λίμνη αίμα,
σ’ αρπάζει ο Πικροχάροντας, στην πιο όμορφη σου νιότη,
με το κακό το χέρι του, το φονικό δρεπάνι. 

Και στα καπούλια τα διπλά, τ’ αλόγου σ’ ανεβάζει,
Πού ‘χει φτερά στα πόδια του και τρέχει στον αιθέρα.

Και σαν περνάς την Μεσαριά, στο υστερινό ταξίδι,
Ψάχνεις την μάνα για να δεις, πριχού σε χώσει ο Χάρος,
Στα άχαρα, τα σκοτεινά,  του Άδη τα παλάτια,

Μα η Σπάρτη είναι μακριά κι η Θράκη και η Χίος ...
Ούτε και ξόδι σου ‘γινε να ‘ρθεί η δόλια μάνα,
Τον τελευταίο ασπασμό με κλάμα να σου δώσει
Και να σε σφίξει παιδί νεκρό, μέσα στην αγκαλιά της,
Κι ο κύρης που σ’αγάπαγε να σε κατευοδώσει.
Έφυγες δίχως θυμιατό, χωρίς παπά και λάδι…
Σου πρόσφερε η Μεσαριά, τον λαβωμένο κόρφο,
το ολόξανθο κεφάλι σου, να γείρεις ν’ αναπαύσεις,
σαν τότε που ‘σουνα μωρό, εις το  βυζί της μάνας
και χόρταινες την πείνα σου, με το δικό της γάλα.
Και ο Πηδιάς από κοντά, με τα θολά νερά του,
Γλυκά κι αυτός να σε θωρεί και να κρατά το ίσον
Της Μεσαριάς, που με όμορφα λόγια σε νανουρίζει. 
Τα ολόχρυσα τα στάχυα της, σου τα ‘κανε κρεβάτι
Και κρίνα, μιτσικόριδα, γαμπριάτικο λουλούδι,
Στο στήθος σου να το φοράς, να μείνεις πάντα νέος.
Γονατισμένος δίπλα σου,  ο Διγενής Ακρίτας,
Τα κονταροχτυπήματα για μια στιγμή έχει αφήσει,
Τον άχαρο τον πόλεμο κι ήρθε σ’ εσέ σαν κύρης.
Σκουπίζει ένα δάκρυ του απ’ τα πυκνά του γένια, 
Που σ’ έχασε απ’ τ’ ασκέρι του,  παιδί αντρειωμένο.
Κι η Ρήγαινα από δίπλα του, κυκλάμινα κρατώντας,
Πούχει μαζέψει, διαλεχτά, όλα τους ένα –ένα,
Από τον Πενταδάκτυλο, με τα πολλά τα κάστρα,
Για να πλουμίσει ευλαβικά,  το όμορφο  κρεβάτι,
Που θα δεχόταν το φιλί και χάδι του Ακρίτα!    
Με δάκρυα και με λυγμούς όλα σου τα απλώνει, 
Στο λυγερό σου το κορμί, σαν μαύρο κυπαρίσσι.
Μ’ ένα   φιλί στο μάγουλο, σ’ έχει  ξεπροβοδίσει, 
Στην θέση της Μανούλας σου, αφίλητος μη φύγεις...
Κοιμήσου τώρα Αετόπουλο, του Δίκαιου τον ύπνο,
Κι η Λευτεριά θαρθεί στα φανερά και θα σ’ αρπάξει, 
Μέρα καταμεσήμερο, σαν χαίρεται όλη η πλάση.
Θαρθεί Αυτή που αψηφά του Κέρβερου τη λύσσα,
Τα φοβερά τα δόντια του,  καθόλου δεν φοβάται,
Και το σπαθί το φωτεινό, στον Άδη θ’ ανεμίσει...
Στην αγκαλιά της τρυφερά πρώτα θα σε κρατήσει,
Κι ύστερα πάνω στα ψηλά, αστέρι θα σε κάμει,
Να είσαι φως στον ουρανό, να διώχνεις τα σκοτάδια...

Αγλαντζιά, 22. 8. 2007  


Σημείωμα
Με συγκλονισμό διάβασα στην εφημερίδα Πολίτης στις 19/8/2007 το άρθρο «Ο μαζικός τάφος που ανακάλυψε ένα παιδί...». Ο τάφος αυτός βρέθηκε κοντά σε χώρο που έδωσε μάχες η ΕΛ.ΔΥ.Κ. μαζί με Ελληνοκύπριους στρατιώτες. Η θέα του μηριαίου οστού ενός νέου που θυσίασε τη ζωή του για την Ελευθερία της Κύπρου με συγκλόνισε και μου ενέπνευσε το ποίημα «Αετόπουλο στη Μεσαριά». Συνιστά ένδειξη ελάχιστης τιμής στους Ελλαδίτες νέους που έδωσαν ότι πολυτιμότερο είχαν, την ίδια την ζωή τους,  για την υπεράσπιση της Ελευθερίας της Κύπρου.

Γλωσσάρι
Ανέμοι=άνεμοι
Βασιλικιά= βασιλικός
Θωρώ =βλέπω, κοιτάζω
Ίλαρος, ίλαρη= άτομο με ήπιο χαρακτήρα, βολικό, καλοσυνάτο
Μεσαριά=  Μεσαορία,  η μεγάλη πεδιάδα που αποτελούσε τον σιτοβολώνα της Κύπρου, πριν την κατάκτηση της από τα στρατεύματα του Αττίλα. Στο ποίημα αυτό η Μεσαριά αποδίδεται με την γεωλογική και γεωγραφική της έννοια που περιλαμβάνει όλο τον απέραντο κάμπο ο οποίος απλώνεται μεταξύ των οροσειρών του Τροόδους και του Πενταδάκτυλου και όχι με την διοικητική της έννοια που τελειώνει στις ανατολικές παρυφές της Λευκωσίας
Μιτσικόριδα = αγριολούλουδα της Κύπρου, μια μοναδική κατηγορία λευκών κρίνων με θεσπέσια ευωδία. Είναι χαρακτηριστικό λουλούδι, σύμβολο θα έλεγα, της σκλαβωμένης Μεσαορίας, αφού ευδοκιμεί σε όλη της την έκταση και ιδιαίτερα στην κοίτη του Πεδιαίου. Μόλις αποτραβηχθούν τα νερά του Ποταμού παρουσιάζονται και τα πανέμορφα μιτσικόριδα.   
Πηδιάς =ο Πεδιαίος Ποταμός, ο μεγαλύτερος χείμαρος της Κύπρου ο οποίος πηγάζει από τα Όρη του Μαχαιρά, διασχίζει τον κάμπο της Μεσαορίας και χύνεται στην θάλασσα δίπλα από την αρχαία πόλη της Σαλαμίνας.  
Πρέπω= ταιριάζω
Δεν σούπρεπε= δεν σου ταίριαζε, δεν ήταν για σένα
Ποχαιρετώ= αποχαιρετώ