(Αφιερώνω το ποίημα μου αυτό στον άγνωστο νεκρό της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974, που πέθανε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, μέσα στα χέρια μου) 

Με τι δάκρυα να σε κλάψω παλικάρι μου, 
Που τα μάτια κι η καρδιά μου στέγνωσαν, 
Από τον πόνο και τον καημό! 

Λεβέντη, ένα κρεβάτι γεμάτο κορμί, 
Παιδί του τόπου μας, 
Που χτες, ποιος ξέρει τι χαρά τρυγούσες
Και σήμερα είσαι νεκρός... 

Ποιος θα σε κλάψει και πότε, 
Εσένα, που αντί για όνομα, 
Στα χαρτιά σου γράψαμε «ΑΓΝΩΣΤΟΣ». 

Θα φορτωθείς κι εσύ μ’ άλλους, 
Σ’ ένα απ’ τα καμιόνια που σήμερα συχνοπερνούν, 
Από το νεκροτομείο του νοσοκομείου. 
Και θα ριχτείς σε «κοινό τάφο», 
Ίσως δίχως λάδι, χωρίς παπάδες. 

Δεν ξέρουμε παλικάρι ποιος είσαι, 
Για να σε δώσουμε, να σε θάψουν οι δικοί σου. 
Μα κι αν σε ξέραμε που θα τους βρίσκαμε...
Ποιος ξέρει σε ποιο σοκάκι σαπίζει το κουφάρι του πατέρα σου. 

Παλικάρι που ξεψύχισες μέσα στα χέρια μου, 
Συγχώρα με που δεν έχω άλλα δάκρυα να σε κλάψω. 
Εσένα τον νέο, το λεβέντη, 
Που θα σε κλαίγανε στο σπίτι σου και στο χωριό. 
Εσένα που φεύγεις, φορώντας ακόμα τη βέρα, 
Στο δεξί σου χέρι...

Λευκωσιά, 23 Ιουλίου 1974