(Αφιερώνω το ποίημα αυτό στον θείο μου Πετράκη Ν. Πετράκη, αδελφό του πατέρα μου, που είχε διακριθεί ως αθλητής στο διτζιήμιν. Το αφιερώνω επίσης στον Γιάννη Χατζηστερκώτη, αδελφό του παππού της μητέρας μου Χατζηγιώργη Χατζηστερκώτη, που είχε κι αυτός σπουδαία επίδοση στο διτζιήμιν).

Έστεκες σαν αρκάντζιελος στην μέσην της Πλαταίας
Τζιαί σαν το Άστρον της Πωρνής που φέγγει μες τον κάμπον.
Έστραφτεν το μεταξωτόν πουκάμισον που εχόρες,
Φάμμαν που τες αρφάες σου, στην βούχαν με μανιέραν,
Με τέγνην το εράφκασιν στο σιέριν με βελόνιν.
Έστρωννεν τόσον όμορφα πας την πλαθκειάν σου ράσιην,
Εσέν, πον διπλοκάπουλλη, ίσια με μιαν βουκάνην.
Τζι' η ζώστρα η ολομέταξη, εις την λεγνήν σου κόξαν,
Με τα γρουσά της τα πλουμιά, τα κλώσια τα πολλά της,
Που εππέφταν πας την βράκαν σου, την προσιαστήν τζιαι μιάλην!

Σαν Διγενής εσήκωννες το μιάλον το διτζιήμιν,
Τζιαί το εκράες ξωσιερίς στα δυνατά σου σιέρκα,
Για ώραν πον εδύνετουν να το κρατεί κανένας
Τζι’ εσούνη να το παρπατάς να κόφκεις τόσην στράταν!
Εδίπλωννες με άνεσιν το λυγερόν κορμίν σου,
Τζιαί το εκάχισκες χαμαί, σαν όφκερην καντήλαν!
Το όμορφον, μεταξωτόν, πουκάμισον που εχόρες,
Ετσάκραν τζι' εγινήσκετουν κορτίν- κορτίν τζιαι λύμαν.

Ούλλοι χωρούν, θαμμάζουν σε, τζι' η κόρη που σ' αγάπαν
Κάμνει στα στήχη τον σταυρόν τζιαί τον Θεόν δοξάζει.
Η μάνα τζιαι ο τζιύρης σου είχασιν για καμάριν
Την λεβεντιάν την ξώπρωτην τζιαι την παλληκαρκάν σου.
Ακόμα τζι' οι αρφούες σου εσέν εν που παινεύκαν,
Ήσουν τιμή για την γενιάν τζιαι το χωρκόν σου ούλλον.

Αγλαντζιά, 28. 11. 2006