Αγαπημένε μας Δημήτρη,

Στέκομαι, με σεβασμό και μεγάλη συγκίνηση, μπροστά στο λεβέντικο κορμί σου, άψυχο τώρα μέσα στο νεκροκρέβατο και υποκλίνομαι ταπεινά στα πάθη σου, στο εξαίρετο ήθος σου και στον ηρωισμό σου. Υποκλίνομαι στον ήρωα του Πενταδακτύλου.

Υπήρξες ένας από τους πλέον εκλεκτούς βλαστούς της γενιάς μας, τους Χατζηστερκώτηδες, και στην γενιά του πατέρα σου, τους Λαούς, από το Κατεχόμενο τώρα Πραστειό μας. Από μικρός ξεχώρισες για το ήθος σου, την μοναδική ευφυΐα σου και τα υπόλοιπα χαρίσματα της προσωπικότητας σου, με τα οποία σε προίκισαν ο Θεός, οι γονείς σου και οι Μοίρες. Εντυπωσίαζες όσους σε γνώριζαν, τους συγχωριανούς σου και τους εκπαιδευτικούς σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης που είχαν την τύχη να υπάρξεις μαθητή τους, τους δασκάλους του Δημοτικού Σχολείου, τους καθηγητές του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου και μετά την στρατιωτική σου θητεία, τους καθηγητές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου στην Θεσσαλονίκη όπου φοίτησες. Ένας πολλά υποσχόμενος νέος που σε βλέπαμε όλοι ως τον μελλοντικό λαμπρό επιστήμονα, τον ερευνητή και τον καθηγητή σε σπουδαίο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα.

Οι Μοίρες τα έγραψαν στα δεφτέρια τους, την ώρα που κατέβηκαν και οι τρεις μπροστά από το βρεφικό σου λίκνο να σου φέρουν τα δώρα τους. Η Κλωθώ άπλωσε στα πόδια σου το νήμα της ζωής σου που έφτανε μέχρι τις 5 Ιανουαρίου, χαράματα. Η Άτροπος σου χάρισε την λαμπρή προίκα της μοναδικής ευφυΐας σου, μια κληρονομιά αξιοζήλευτη και ένα περιβάλλον με ανθρώπους γύρω σου που στήριζαν την εξελικτική σου πορεία. Δεν πρόσεξε όμως κανένας το χέρι της Λάχεσης που έκρυψε μέσα στις φασκές σου ότι θα ζούσες την Εισβολή του Αττίλα, την χειρότερη φάση στην Σύγχρονη Ιστορία της μικρής μας πατρίδας και εκείνη να σε καλεί, υπερασπιστή και προστάτη της.

Ανέβηκες στις κορυφογραμμές του Πενταδακτύλου από την πρώτη κιόλας ημέρα της Εισβολής, ως ασυρματιστής, με όλες τις γνώσεις και εμπειρίες ενός ιδιοφυούς φυσικού, και κρατούσες στα χέρια σου την τύχη και την ζωή των συντρόφων σου. Έζησες τις πλέον τραγικές μέρες που περνούσε τότε, η πατρίδα μας και παρέμεινες αταλάντευτος μαζί με τους συντρόφους σουκάτω από τις πλέον αντίξοες συνθήκες.

Δεν σας πτόησαν τα κανόνια των εχθρών που σας στόχευαν ασταμάτητα, ούτε τα αεροπλάνα τους τα οποία σας έλουζαν από ψηλά με φωτιά και σίδηρο. Απτόητοι εσείς, μέσα στον καύσωνα του Καλοκαιριού, νηστικοί και διψασμένοι, συνεχίζατε τον Αγώνα σας κι ας διακρίνατε καθαρά την προδοσία και ας είδατε τους προδότες κατά πρόσωπο, να σας απειλούν. Ξέρατε τότε πως οι Μήδοι θα περάσουν, εσείς όμως παραμείνατε στις θέσεις σας, υπερασπιστές των Θερμοπυλών, άγρυπνοι φύλακες της Άσπρης Μούττης και του Αγίου Ιλαρίωνα στον Πενταδάκτυλο.

Και όταν πλέον σας είχε τελειώσει το νερό, μέχρι την τελευταία του σταγόνα, με μόνη σας πιθανή σωτηρία το ξεροπήγαδο δίπλα, ο κλήρος για να κατέβει να βγάλει έστω και το λίγο νερό που υπήρχε, έπεσε σε ένα από τους συντρόφους σας. Δέχτηκε αυτός να τον δέσουν με το σχοινί και να τον κατεβάσουν «μέσ’ στο γερημολάτσιην, να φκάλει το νερόν». Όταν μάζεψε το νερό, ανακατεμένο με τα χώματα του πυθμένα και ανέβηκε στην επιφάνεια, είπαν όσοι από τους παρευρισκόμενους προέρχονταν από την περιοχή ότι ήταν θαύμα που γλύτωσε από τα φαρμακερά φίδια εκείνου του ξεροπήγαδου. Ομολόγησε τότε ο ίδιος ότι προέβη σε αυτή την παράτολμη πράξη πρωτίστως για εσένα που ως ιδιοφυής ασυρματιστής, κρατούσες στα χέρια σου την τύχη και την ζωή όλων σας. Τέτοια ήταν η αξία σου σε εκείνες τις βουνοκορφές και εκείνες τις μάχες.

Ανέβηκες στον Πενταδάκτυλο ως παιδί νοικοκύρη, ιδιοκτήτη όμορφου σπιτιού. Σε αποδέσμευσε η ίδια η πατρίδα από τα στρατιωτικά σου καθήκοντα αρχές του Νιόβρη το 1974, για να συνεχίσεις τις σπουδές σου ως μεταπτυχιακός φοιτητής στην Θεσσαλονίκη. Δεν σε ανέμενε πια το σπίτι σου με το νοικοκυριό του κι η μάνα στην πόρτα να σε καλοδεχτεί και να σε φιλήσει, ούτε ζεστό, σπιτίσιο ψωμί και αχνιστό φαγητό, στην χάλκινη χύτρα.

Άκουγες τα μηνύματα του Ερυθρού Σταυρού από το ραδιόφωνο και αναζητούσες τους γονείς σου κάτω από τις χαρουπιές των Βρετανικών Βάσεων. Πρόσφυγας κι εσύ, ανάμεσα στις 200 000 άλλους συμπατριώτες μας που ο Αττίλας τους ξερίζωσε βίαια και βάναυσα από τις εστίες τους, με θεμέλια χιλιόχρονα, ρίζες ελληνικές... Το Πραστειό μας απέχει μερικά μόνο χιλιόμετρα από την Έγκωμη, πρώτη αποικία που έκτισαν οι Μυκηναίοι πριν τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια και λίγο πιο κάτω η Σαλαμίνα, κτισμένη από τον Τεύκρο, τον Τρωικό ήρωα, που με τους θρύλους και την ιστορία του μεγαλώσαμε όλοι.

Τα βάσανα, οι στερήσεις, ο θάνατος συντρόφων σου μπροστά στα μάτια σου και η προσφυγιά, με τα δικά της δεινά, λύγησαν το δυνατό ψυχικό σου σθένος. Κι αν όμως η ασθένεια σε νίκησε τελικά, κι αν άλλαξε την λαμπρή πορεία που ξανοιγόταν μπροστά σου, δεν μείωσε την αξία της αντίστασης και του αγώνα σου, που την πολεμήσεις κι αυτήν αντρίκια.

Έφυγες μέρα Κάλαντα, με ανοιχτά τα ουράνια,

Έτοιμα να σε καλοδεχτούν μ’ ένα χρυσό στεφάνι.

 

Κι αν λείπει μακριά η Μεσαριά, χωρίς κλωνί να βάλει,

βασιλικιά στα χέρια σου, τα σταυρωμένα τώρα,

Και ο Πηδιάς από κοντά, με τα θολά νερά του,

Γλυκά κι αυτός να σε θωρεί, να της κρατά το ίσον,

Της Μεσαριάς, που με όμορφα λόγια να νανουρίζει,

Εσένα τον Σταυραετό, σούστειλε κρίνα, μιτσικόριδα,

γαμπριάτικα λουλούδια, στο στήθος σου να τα φοράς,

να μείνεις πάντα νέος.

 

Γονατισμένος δίπλα σου, ο Διγενής Ακρίτας,

Τα κονταροχτυπήματα για μια στιγμή έχει αφήσει,

Τον άχαρο τον πόλεμο κι ήρθε σ’ εσέ σαν κύρης.

Σκουπίζει ένα δάκρυ του απ’ τα πυκνά του γένια,

Γιατί ήσουν στο ασκέρι του, παιδί αντρειωμένο.

Κι η Ρήγαινα από δίπλα του, κυκλάμινα κρατώντας,

Πούχει μαζέψει, διαλεχτά, όλα τους ένα –ένα,

Από τον Πενταδάκτυλο, με τα πολλά τα κάστρα,

Για να πλουμίσει ευλαβικά, το κάθε μονοπάτι

που θα πατούσε ο καλός, ο διαλεχτός Ακρίτας,

Με δάκρυα και με λυγμούς όλα σου τα απλώνει,

Στο λυγερό σου το κορμί, σαν μαύρο κυπαρίσσι.

Μ’ ένα φιλί στο μάγουλο, σ’ έχει ξεπροβοδίσει,

Στην θέση της Μανούλας σου, που τώρα σε προσμένει...

 

Κοιμήσου εσύ Αετόπουλο, του Δίκαιου τον ύπνο,

Κι η Λευτεριά θαρθεί στα φανερά και θα σ’ αρπάξει.

Μέρα καταμεσήμερο, σαν χαίρεται όλη η πλάση,

Θαρθεί Αυτή, που αψηφά του Κέρβερου τη λύσσα,

Και το σπαθί το φωτεινό, στον Άδη θ’ ανεμίσει...

Στην αγκαλιά της τρυφερά πρώτα θα σε κρατήσει

Κι ύστερα πάνω στα ψηλά, αστέρι θα σε κάμει,

Να είσαι φως στον ουρανό, να διώχνεις τα σκοτάδια...

Καλό σου ταξίδι στην αιωνιότητα, κοντά στον θρόνο του Θεού και στις σκηνές των δικαίων,

αγαπημένε μας Δημήτρη,

αγωνιστή της ζωής,

χρυσαετέ του Πενταδακτύλου,

ήρωα της Πατρίδας!

Βαλεντίνη Αναστασίου, Λονδίνο 5. 1. 2024