Στέκεις ολόρθος, Διάκο εσύ,
κι αγέρωχα κοιτάζεις,
τα κορφοβούνια γύρω σου,
και τα θολά ποτάμια,
με τα μαλλιά κυματιστά,
στους ώμους σου ριγμένα,
να δέρνει τ’ απριλιάτικο,
το δροσερό αεράκι!
Διάκο,
η Πόλη, τ’ Αϊβαλί, η Σαλαμίνα της Κύπρου,
τ’ αδιέξοδα της Φυλής,
συνάχτηκαν όλα στο δεξί σου χέρι,
με το μοιρασμένο σπαθί…
Άδεια η λιγνή σου κόξα,
από άρματα κι από βόλι…
Ρήγα της Λευτεριάς,
το πλατύ το στήθος σου,
φωλιά της Ρωμιοσύνης!
Στέκεις ολόρθος,
γυμνό πουλί,
μες στον Βοριά και στην αντάρα!
Σφίγγεις την γροθιά,
και κοιτάς τα φουσάτα που ορμούν,
επάνω σου μανιασμένα…
«Απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτον»,
ψελλιζουν τα χείλη σου στο χορτάρι,
και στα ευωδιαστά λουλούδια της Άνοιξης.
Ολόρθος κουβαλάς στους ώμους σου,
τον Σταυρό της Ρωμιοσύνης,
και τον ανεβάζεις,
ως την κορφή του Γολγοθά.
Σπαράζεις σαν δέχεσαι το σουβλί στην καρδιά,
μα προσδοκάς την Ανάσταση και ψιθυρίζεις
«Γεννηθήτω το θέλημα σου, Πατρίδα μου γλυκιά».
Καρφώνεις την αγγελική θωριά σου,
στον ορίζοντα πέρα, που ροδίζ’ η αυγή.
-Κουράγιο αδέλφια, ξημερώνει,
κραυγάζεις στους ανέμους που σκορπούν,
τους καπνούς, με την οσμή,
της καμένης σου σάρκας,
και παραδίδεις το πνεύμα, στους Αιώνες!
Λευκωσία, 15 Ιουνίου 1995