Στην πόρτα που άνοιξε για μένα,
Πριν την διαβώ, σε πρόταξα εσένα.
Μαζί κινήσαμε στο ίδιο καράβι,
Σαν φύγαμε από την Τροία,
Και πήραμε τους δρόμους της θάλασσας για την Σαλαμίνα.
Μα σαν τα βλέφαρα μου έκλεισαν
κι’ ακούμπησα στον τοίχο του καραβιού κεφάλι μου, να ξαποστάσω
Απ’ του κουπιού του βαρετού τον αδιάκοπο μόχθο,
Εσύ έπιασες το πρώτο λιμάνι, με έσυρες στην γη κάτω,
Και ξανατράβηξες μονάχος για το άγιο το νησί μας.

Μονάχος μου σε ξένο τόπο,
Αναζητούσα ξενία και την βρήκα.
Ξένοι και άγνωστοι μου άνοιξαν τις πόρτες των σπιτιών τους,
Σε μέγαρα και φτωχοκάλυβα μπήκα
Και όλοι με καλοδέχτηκαν,
«Ξένε» μου, έλεγαν, «προστάτης σου ο Μέγας Δίας,
Κάνε το σπίτι μας δικό σου,
Δίπλα σου θα είμαστε σε κάθε σου ανάγκη.

Στο μεροκάματο που βγήκα, πρόκοψα,
Εκεί έκτισα και την φωλιά μου,
Σε ένα δοκάρι των σπιτιών εκείνων, στην μακρινή την γή την ξένη.
Κι απ’ την φωλιά μου ακούνε,
σαν περνούν στον δρόμο οι διαβάτες
γλυκά κελαηδήματα μικρών πουλιών,
μα και μανάδων και γιων,
άξιων που ανάστησα παιδιών μου,
με σύντροφο καλό, της ίδιας λαλιάς,
των ίδιων κρυφών καημών και πόθων.
Έχει εκείνο το κελάδημα την όμορφη λαλά,
Της μακρινής πατρίδας.

Κι’ έχω δικό μου αποκούμπι,
όπου κι αν στρέψω την ματιά μου,
και όποια στράτα πάρω,
στην πολιτεία τούτη την τρανή και την μεγάλη
π’ οδήγησε το βήμα μου η ανάγκη.

Τώρα που με άσπρα μαλλιά ζω στην ξένη γη,
κι αν ξένη πια δεν είμαι,
στην σκέψη μου και στην καρδιά μου μένει,
το σπίτι μου το πατρικό,
εκεί π’ ακούστηκε το πρώτο μου το κλάμα.
Κι ας το έχουν τώρα ξένοι, που απρόσκλητοι μας ήρθαν
Και άρπαξαν και ρήμαξαν τον τόπο.
Το ποθώ, τι να το κρύψω,
Το σπίτι εκείνο τ’ αρχοντικό,
με γκρεμισμένες τώρα τις καμάρες και τους ηλιακούς του,
και την ψηλή την πόρτα την μεγάλη,
με τις ουλές του αθεράπευτες να χάσκουν, στο φως του ήλιου...

Κι ας άκουσα χίλια καλωσορίσματα,
Και μύρια «καλώς ήρθες»,
Το ποθώ, εδώ που ζω, στην γη την ξένη,
Το κουρσεμένο σπίτι, το ρημαγμένο.

Και αν εσύ, μου έφραξες τον γυρισμό,
Σε συγχωρώ...

Βαλεντίνη Πετράκη- Αναστασίου
Αγλαντζιά, 7 Δεκεμβρίου 2024.