Όταν πεθάνω βγάλτε μου το μνήμα μου μεγάλον,
να με χωρά να στέκομαι, να μπόρω να ξαπλώνω.
Εις τον Βορράν και Γέννησιν, αφήστε παραθύριν,
για να θωρώ την Μεσαριάν, που χάραμαν ως δείλις.
Επάνω από το μνήμα μου, μην κάμετε κιβούριν,
ούτε λουλούδια θέλω ‘γω και κρίνα ανθισμένα,
μόνο να μου φυτεύετε σιτάρι κάθε Νιόβρη.
Να το θωρώ που θα βλαστά και που θα μεγαλώνει
και με τον Μάρτη τον καλό, τα στάχυα όταν γεμίζουν,
θα χαίρετ’ η ψυχούλα μου και θα αναγαλλιάζει.


Κι όταν στου Πλάστη θα βρεθώ εγώ μπροστά στο θρόνο,
θα πέσω εις τα πόδια του και θα του τα φιλήσω
και θα του πω να μην ξεχνά, να βρέχει κάθε χρόνον
στη Μεσαριά νερά πολλά, να πίνει να χορτάνει.
Και στα βουνά του Μαχαιρά να βρέχει, να χιονίζει,
να κατεβαίνει ο Πηδιάς γεμάτος κάθε χρόνον,ζώνη διαμαντοσόλιστη, στη μέση να τη ζώνει.

Και θα του πω του Πλάστη μου, θα τον παρακαλέσω
τούτη τη γη την καρπερή, γρήγορα να λυτρώσει,
να δίνει το σιτάρι της σ’ Ανατολή και Δύση.

Βαλεντίνη Πετράκη- Αναστασίου


Εμπνεύστηκα το ποίημα αυτό την στιγμή που είδα να κατεβάζουν τον μακαρίτη τον πατέρα μου στον τάφο του στην Λεμεσό η οποία βρίσκεται στα Νότιο – Δυτικά της Μεσαρκάς. Τον είδα τότε, με τα μάτια της ψυχής μου, να στέκει στον τάφο του και να κοιτάζει προς τα Βόρειο – Ανατολικά για να δει την Μεσαρκά. Η Ανατολή στην Κυπριακή γλώσσα λέγεται Γέννηση. Αμέσως ήρθε ο στίχος:

«Εις τον Βορράν και Γέννησιν, αφήστε παραθύριν…»