(Αφιέρωμα στον Νικόλαο Πρατούν και σε όλους τους άλλους Πόντιους που βρήκαν
στερνό απαμό στην γη της Κύπρου μας η οποία τους καλοδέχτηκε στην αγκαλιά της, σαν δικά της παιδιά).


Ποιος άνεμος και ποιος Βοριάς, φύσηξε παγωμένος,
Και σ’ έφερε εδώ, στην Γη της Αφροδίτης,
Εσέ, παιδί του Πόντου, με τα ψηλά βουνά τ’ απάτητα.
Και τα φαράγγια τα βαθιά,
την Μαύρη Θάλασσα ολόγυρα, την αφρισμένη.
Σαν γνώριμο από παλιά,
σε είδε, που χόρευες σκυφτός, με κοντοβράκι,
και με μαντήλι στα μαλλιά σου μαύρο,
τα χέρια σου πιασμένα στην σειρά, μ’ άλλους,
λεβέντες σαν κι εσένα,
και τα φυσέκια σταυρωτά στο στήθος σας.

Πουλί κυνηγημένο από εκεί ψηλά που πρωτοβρήκες ένα αγνάντιο
και πόρτες βρήκες ανοιχτές,
βασιλικές καστρόπορτες να σε καλοδεχτούνε.
Μα έχει ο καιρός γυρίσματα και ανάγκες νέες κυβερνάνε
Και βρέθηκες ξανά στους δρόμους, κυνηγημένος πάλι,
Σαν τους ξέφυγες, στον δρόμο για την Σιβηρία.

Ξανάκτισες την γονική φωλιά, την γκρεμισμένη,
Και πρόκοψες και πάλι.
Μα νέες αντάρες ζώσανε και βάσανα μεγάλα.
Σου έγνεψε τότε από μακριά η Αφροδίτη,
και μ’ όλα της τα βάσανα σε καλοδέχτηκε...
Κι εσύ, ολοπρόθυμα, την πότισες με τον ιδρώτα σου,
με το μιστρί στο χέρι σου, την στόλισες,
ως άξιος τεχνίτης.
Και καθαρά τον λόγο σου της έδωσες ότι προστάτης
Δίπλα της θα σ’ εύρισκε, αν η ανάγκη σε καλούσε

Μα τώρα εσύ, ποιος μάντης κακών προφήτεψε,
Πως τόσο νέος, στην αγκαλιά της θα κατέβαινες,
Κι αυτή, με περισσή αγάπη θα σου πρόσφερνε
στερνή σκεπή, ν’ αναπαυτείς στον κόρφο της.
Στέρια σκεπή σου γίνεται,
να δροσιστείς στον ίσκιο της, τα καλοκαίρια τα ζεστά
και στην βροχή της βαρυχειμωνιάς,
φωλιά απάνεμη για να κουρνιάσεις.
Σε ξένη γη ποτέ σου δεν θα πεις πως είσαι,
Μάνα γλυκιά και τρυφερή, η γη της Κύπρου γίνεται,
της Σαμψούντας εσένα γιε, παιδί του Πόντου.

Βαλεντίνη Αναστασίου
Αγλαντζιά, 8 Ιουλίου 2024