(Αφιέρωμα τιμής στους Κύπριους που σε στιγμές κρίσιμες για τον Ελληνισμό, άφησαν το άροτρο και το δρεπάνι και έτρεξαν να συμμετάσχουν στους αγώνες για την σωτηρία του Έθνους)

Ούλλοι οι κλέφτες σσιύφκουσιν τζιαι οι καπεταναίοι
Τζιαι του φιλούν σεβάσμια το άγιον του σιέριν.
Μα έναν μισοκόπελλον, ψηλόν σαν τζιυπαρίσσιν,
Κατσαρομάλλιν, όμορφον, μανιέρα του το φέσιν,
Που ‘σιει ζαβά στην τζιεφαλήν, πρεπός1 εις την νεότην,
Εν του φιλά το σιέριν του, του γέρου του Δεσπότη.
Μόνον του τζιείνον σιαιρετά, ίσιον, καπαρτισμένον,
που κα’ στο σσιος του πλατανιού, πουν ούλλοι συναμένοι
τζιαι σάζει τ’ αλαβρόν σπαθίν, εις την λεγνήν του κόξαν,
με ζώστραν γρουσοκλώσιαστην, που πα’ στην μαύρην βράκαν,
γελέκκιν ολοκέντητον, ποΐνες τομαρένες,
να τρίζουν οι προκκούες τους, ν’ ακούουν οι κορούες.
Μαλλώννει του ο τζιύρης του, θυμώννει του ο κλέφτης:

«Σσιύψε προσσιύνα, ρόκολε, το σιέριν του Δεσπότη.
Εσού παιΐν αμούστακον, σαν άζεχτον ταβρούιν,
που ζεύλαν πα’ στον νώμον του, ‘κόμα να δοτζιημάσεις,
να κάτσει το χιράχιν σου, σαν το θωλόν νερόν.
Γιατί τούτον το άππωμαν, τζι’ η τόση περηφάνια;»
Τζιαι το κλεφτούιν απαντά, στον τζιύρην τζιαι λαλεί του:

«Εν προσσιυνώ εγιώ ποττέ, Βεζίρην, με Δεσπότην,
τζιείνους που εγιώνη προσσιυνώ, τζι’ ομπρός τους γονατίζω,
εν ο Αφέντης ο Γριστός, τζι’ η μαύρη Ρωμιοσύνη».

Καλό Χωριό, 3 Απριλίου 1996


Γλωσσάρι:

Άζεχτος = ο ταύρος ή άλλο ζώο που δεν έχει δεχτεί ακόμα ζυγό στους ώμους του
Ακούουν = ακούνε
Αλαβρόν= ελαφρύ
Άππωμαν= χαρακτηριστικό του κακομαθημένου, συνηθίζω ένα παιδί να του κάνω όλα του τα χατίρια, αλαζονεία
Γελέκκιν = γιλέκο
Γριστός = Χριστός
Γρουσοκλώσιαστη = με χρυσούς κροσσούς να κρέμονται από κάτω
Δοτζιημάζω = δοκιμάζω
Εγιώ = εγώ
Εγιώνη = εγώ
Εσού= εσύ
Ζαβά = στραβά, φορά το φέσι του να γέρνει ελαφρά στο πλάι, ως ένδειξη μαγκιάς
Ζεύλα= εξάρτημα του ζυγού τον οποίον έβαζαν πάνω στον ώμο του βοδιού ή άλλου ζώου ώστε να στερεώσουν επάνω τον άξονα μιας άμαξας, να τραβήξουν το άροτρο κλπ.
Ζώστρα =ζωνάρι που φορούσαν οι βρακάδες Κύπριοι, ως μέρος της παραδοσιακής τους στολής.
Θυμώννω = θυμώνω
Ίσιος = ολόρθος
Καπαρτισμένος = περήφανος
Καπεταναίοι = καπετάνιοι, αρχηγοί στον Αγώνα του 1821 και σε άλλους αγώνες του Έθνους
Κατσαρομάλλιν= άτομο με σγουρά μαλλιά
Κλεφτούιν= κλεφτόπουλο, νεαρός κλέφτης, αγροτόπαιδο της Κύπρου που είχε συμμετάσχει στην Ελληνική Επανάσταη του 1821.
Κόμα = ακόμα
Κόξα= μέση του σώματος
Κορούες= κορούδες, νεαρά κορίτσια
Λαλώ= λέω
Λεγνή = λιγνή, λεπτή
Μαλλώννω = μαλώνω, θυμώνω σε κάποιον
Μανιέρα = κάτι για το οποίο παινεύεται κανείς, περηφάνεια του
Με = ούτε πχ «Εν προσσιυνώ εγιώ ποττέ, Βεζίρην με Δεσπότην» =Δεν προσκυνώ εγώ ποτέ ούτε Βεζίρη ούτε Δεσπότη».
Μισοκόπελλον = έφηβος, αυτός που δεν έγινε ακόμα κοπέλλι δηλαδή νέος άντρας
Νεότης = νιάτα
Νώμος = ώμος
Ολοκέντητον = γεμάτο κεντήματα
Ομπρός = εμπρός
Ούλλοι = Όλοι
Πα= πάνω πχ. «πα’ στον νώμον του» = πάνω στον ώμο του
Παιΐν = παιδί
Ποΐνες = ποδίνες, μπότες
Που ‘σιει = που έχει
Πρεπός = αυτό που ταιριάζει, που αρμόζει πχ «πρεπός εις την νεότην»
Προκκούες= μικρά καρφιά κάτω από τις ποδίνες, τις μπότες που φορούσαν οι Κύπριοι βρακάδες ως μέρος της στολής τους.
Προσσιυνώ = προσκυνώ
Ποττέ = ποτέ
Που πα’ στην μαύρην βράκαν = πάνω από την μαύρη βράκα
Πουν= που είναι
Προσσιυνώ = προσκυνώ
Ρόκολος= νεαρός, παιδί
Σάζω = διορθώνω, τοποθετώ κάτι καλύτερα, φροντίζω
Σιαιρετώ = χαιρετώ
Σιέριν= χέρι
Σσιός= ίσκιος
Σσιύφκω =σκύβω
Σσιύψε = σκύψε
Συναμένοι= συναγμένοι, μαζεμένοι
Τζι’ = κι
Τζιαι = και
Τζιείνος= εκείνος
Τζιεφαλή = κεφαλή
Τζιυπαρίσσιν = κυπαρίσσι
Τζιύρης = κύρης, πατέρας
Τομαρένος= δερμάτινος
Ταβρούιν = νεαρός ταύρος
Φέσιν = είδος καπέλου που φορούσαν οι βρακάδες Κύπριοι, σε επίσημες στιγμές, ενώ στην καθημερινή τους ζωή φορούσαν μαντήλι στο κεφάλι.
Χιράχιν = αλαζονεία, αδικαιολόγητη περηφάνια πχ. «να κάτσει το χιράχιν σου»= να μειωθεί η αλαζονεία σου.