Χτυπά η καμπάνα θλιβερά, και το χωριό ακούει!
Ποιος γέροντας να πέθανε και τον μοιρολογάει;
Γέρος κανείς δεν πέθανε, γέρος κανείς δεν πήγε,
δυο νιοι είναι που πέθαναν, δυο λιγνοκυπαρίσσια!

Αυγήν- αυγήν τους κρέμασαν, πριν τα πουλιά λαλήσουν
κι ο ουρανός τα άμετρα, τ’ αστέρια του τα σβήσει,
και ρίξει στην Ανατολή, για να ροδίσει, ρόδα.
Κρέμασαν τον Καραολή κι Ανδρέα Δημητρίου,
γιατί αγωνίστηκαν πολύ για την Ελευθερία,
της Κύπρου της πολύπαθης, της λατρεμένης γης μας.

Την μάνα δεν είχαν κοντά, με κύρη στο πλευρό τους,
μόνος περπάτησε καθείς τον δρόμο στην αγχόνη,
ψάλλοντας για την Λευτεριά, γλυκόλαλα τραγούδια…
Δεν είχαν φίους ή δικούς να τους ‘ποχαιρετήσουν,
ούτ’ η καλή τους μπόρεσε να τους σφιχταγκαλιάσει,
μόν’ ο παπάς τους φίλησε, στον τάφο πριν τους βάλουν.

Κλάψετε μάνες κλάψετε, κλάψετε σκοτωθείτε,
τα δυο παιδιά που κρέμασαν, τα όμορφα τους νιάτα.

 

Λευκωσία, 20 Απριλίου 1988


Γλωσσάρι:
Με = ούτε