(Στίχοι 134-144 από την Ραψωδία λ, σε Ελεύθερη Μετάφραση)


134 Σαν τους σκοτώσεις με χαλκό που κόβει, τροχισμένος,
Είτε με δόλο την ψυχή, εσύ τους αφαιρέσεις,
Είτε και ολοφάνερα τους στείλεις εις τον Άδη,
Πάρε στο χέρι σου κουπί, ένα να του αρμόζει,

135 και κίνησε για μακρινούς τόπους που δεν ξανάδες
Γι’ ανθρώπους που την θάλασσα δεν είδανε μπροστά τους,
Ποτέ, την κυματόλουστη κι όλο αφρούς γεμάτη.
Που αλάτι αυτοί δεν ξέρουνε να ρίξουν στο φαΐ τους,
Ούτε τα πλοία γνώρισαν, τα ομορφοβαμμένα,
Τα μάγουλα τους κόκκινα σαν κοπελιάς κι εκείνα,
Ή τα κουπιά τους τα καλά που γίνονται φτερούγες,
Των καραβιών των καλοτάξιδων, σαν σχίζουν τα πελάγη.
Κι άλλο σημάδι θα σου πω, καθάριο, μην ξεχάσεις,

140 Όταν στον δρόμο σου βρεθεί κανένας στρατολάτης
Και πει πως πα’ στον όμορφο, τον ώμο σου κρατάεις
Φερνάκι, και πως μάλαμα να ανεμίσεις πάεις,
και το σιτάρι απ’ τ’ άχυρο γρήγορα θα χωρίσεις,
να φάει κόσμος το ψωμί, να φάει να χορτάσει,
τότε το καλοάρμοστο κουπί, μπήξε εσύ στο χώμα.
Στον Ποσειδώνα πρόσφερε, τον άξιο, τον μέγα,
Θυσίες που τα κύματα αυτός τα διαφεντεύει,
Καλές, με τσίκνα άφθονη από μεριά θρεμμένα,
Πουν χολωμένος είναι ακόμα, μαζί σου και σου φράσσει,
Του γυρισμού σου του γλυκού, τον δρόμο στα πελάγη,
γιατί εσύ του τύφλωσες τον Κύκλωπα τον γιο του.


 

Ερμηνευτικό Σχόλιο
Οι στίχοι 134-144 από Ραψωδία λ εντάσσονται στην αφήγηση του Οδυσσέα προς τον βασιλιά των Φαιάκων Αλκίνοο και τους υπόλοιπους συνδαιτημόνες, στην διάρκεια δείπνου το οποίο παρέθεσε ο βασιλιάς προς τιμή του Οδυσσέα. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα ο Οδυσσέας μιλά για την συνάντηση την οποία είχε με τον μάντη Τειρεσία στον Άδη, και τις συμβουλές που του έδωσε για να μπορέσει να φτάσει στην πανέμνοστη του Ιθάκη.

Γλωσσάρι
Στρατολάτης= οδοιπόρος, διαβάτης
Φερνάκι= λιχνιστήρι, γεωργικό εργαλείο για διαχωρισμό του σιταριού από το άχυρο
Μάλαμα =μίγμα από σιτάρι και άχυρο. Έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία του αλωνίσματος δεν έχει όμως γίνει ακόμα ο διαχωρισμός του σιταριού από το άχυρο, μέσα από την διεργασία του ανεμίσματος, του λιχνίσματος.