Γλυκό αεράκι που μοσχοβολά
λεμονανθούς της Αμμοχώστου και της Μόρφου.
Χρυσά στάχυα της Μεσαριάς,
ψηλές βουνοκορφές στα πράσινα και στα μενεξεδιά.
Δαντελωτό ακρογιάλι ολόγυρα,
που σε φιλά νύχτα και μέρα,
ζεστό το κύμα της Μεσογείου.
Πανώρια Αφροδίτη, αισθαντική και παιγνιδιάρα,
ξεμυαλισμένη, σαγηνεύτρα.
Βασιλιάδες τρανοί, μαζί και νύμφες των δασών,
να μας κοιτούνε στοιχειωμένοι,
σε κάθε γύρισμα του δρόμου.
Στις ακτές σου άραξαν μελανόχρωμες τριήρεις
και ξακουσμένοι ήρωες κατέβηκαν να ξαποστάσουν,
από τις μάχες και τους σκοτωμούς στην Τροία.
Τα μάγια της Κύπριδας τους έδεσαν στα χώματα σου,
μαζί και το προζύμι της γενιάς, και την λαλιά την Ελληνίδα.
Αρχόντισσα, με τάφους βασιλέων στις πόλεις σου,
να αποθέτεις τους νεκρούς σου.
Ρήγαινα, σε θρυλικά κάστρα,
η χούφτα του Διγενή, σφραγίδα στα χώματα σου.
Πατρίδα γλυκιά,
σαν το μέλι του θυμαριού, το πιο διαλεχτό,
σεμνή κοπέλα εσύ, μαυρομάτα, χαμηλοβλεπούσα,
καμάρες τα φρύδια σου, σε μεσαρίτικο αρχοντικό.
Μικρή Παναγιά,
βυζαντινό εικόνισμα σε ερημικό ξωκκλήσι,
με τον ευλογημένο καρπό σου
θρέφεις και τον φτωχό.
Φτωχή κι ορφανεμένη εσύ, ρακένδυτη,
με τις πληγές σου ανοιχτές να στάζουν αίμα,
πουλήθηκες, αλυσόδετη σκλάβα,
σε αφεντάδες της Δύσης τρανούς
και σε παζάρια της Ανατολής.
Τον αέρα π’ αναπνέεις τον πλήρωσες πάντα
με το αίμα σου.
Και τώρα,
στα χώματα σου στήνω ναό περίλαμπρο,
κι ανάβω τρικέρια, στο εικόνισμα της Δημοκρατίας,
μα εσύ μου βάζεις σφυχτοθηλιά στον λαιμό.
Πατρίδα σκληρή,
χώρα του μέσου και του βολέματος,
που συντρίβεις τα ψηλά κυπαρίσσια
και τραβάς τα σαλιγκάρια και τα σκουλήκια,
ν’ ανέβουν έρποντας.
Πατρίδα άτυχη,
με ευνούχους ηγεμόνες
να διαφεντεύουν στα κάστρα σου.
Πατρίδα γλυκιά, θαλασσοφίλητη, αγαπημένη,
σ’ αφήνω.
Θα σ’ αναζητήσω στα μήκη και τα πλάτη της γης,
να σ’ αγαπήσω διπλά
και να σε σώσω.
Πλάτυνε πια η καρδιά μου και μεγάλωσε,
πατρίδα μου είναι τώρα,
όλη η γη.
Λευκωσία, Σεπτέμβριος 1983