Μυριόπλουμη Ακακία,
χαϊδεμένη της Άνοιξης,
που στολίστηκες
από την κορφή ως τη γη.
Πανώριο πλουμίδι του ευωδιαστού κάμπου,
φορτώθηκες χαμόγελα χρυσαφιά,
κρέμασες ηλιαχτίδες στο λαιμό
και κομπολόι τα χρυσά στο μέτωπο.
Έβγαλες την κεντητή μαντήλα
από τα μαλλιά
και σέρνεις τρελό χορό
με τους λαζάρους
και τις φλογισμένες παπαρούνες.
Παρέκει η Αφροδίτη τις προσκυνά
και κλαίει τον Άδωνη…
Τραγουδάς στης Άνοιξης
το λαμπρό πανηγύρι
τραγούδι ερωτικό.
Ψάλλεις τον αναστάσιμο όρθρο
σε ερημικό εξωκκλήσι,
στην καρδιά του κάμπου
«Εορτή εορτών
και πανήγυρις εστί πανηγύρεων…».
Λευκωσία 2 Απριλίου 1996