«Σ’ αγαπώ», μου ψιθύρισες
τρυφερά στ’ αυτί
και με κράτησες
σφικτά στην αγκαλιά σου.
«Σου μιλώ
και στο κορμί της γης
ανοίγονται άστρα
με φεγγαρόφωτο
και στην καρδιά της
χειμώνα σκορπίζουν
τα δικά της αισθήματα.
Σε κοιτώ
και βαραίνουν τ’ άνθια τ’ Απρίλη
στ’ ακρόκλωνα
σαν δένουν καρπό.
Όταν βρίσκομαι δίπλα σου
νιώθω στους ώμους φτερά,
είμ’ αετός και πετώ
σε κορφοβούνια απάτητα,
ανοίγ’ η ψυχή μου
και ξεχειλίζει χαρά.
Σ’ αγγίζω
και παίρνω από σένα ζωή
σαν μωρό παιδί
στο βυζί της μάνας.
Είσαι το ξέφωτο της αυγής
σ’ ένα ουρανό
φορτωμένο τριαντάφυλλα
και μενεξέδες.
Είσαι ο άνθρωπος μου».
Κι εγώ,
σε βλέπω στα μάτια
και σου κρατώ το χέρι,
όνειρο μου τρελό.
Κρυμμένα τ’ αηδόνια στις φυλλωσιές
κελαηδούν
τον πιο γλυκό σκοπό τους
και ζευγαρώνουν με μύριους πόθους.
Ένα φεγγάρι γιασεμιά
στον ουρανό ανθίζει
και σκορπά μες στο γυαλό
ευωδιές και μελωδίες.
«Κι εγώ σ’ αγαπώ,
σ’ αγαπώ»…
Λευκωσία 1976