Αρνήθηκαν να σκεπαστείς, με το λευκό σεντόνι,
Που ύφαναν στον αργαλειό, παρθένες της Φυλής σου.
Έφηβε της Καρπασίας!
Πήρες την άγουρη νιότη σου, σπαθί της Ρωμιοσύνης
Και άδραξες τον ήλιο, γιά νάρθει το ξημέρωμα,
Στη Γη που καρτερεί!
Τρεις χιλιάδες ξανθοί Γολιάθ σε κυνήγησαν
Στις στέγες των σπιτιών μας,
Γιατί σταμάτησες τον ήλιο πάνω απ’ τα κεφάλια τους,
Γιατί αμόλησες τις ερινύες να τρέχουν
Στα στενά της πατρίδας σου και να φωνάζουν:
«Τούτη η Γη η θαλασσόδερτη
Με τους ηλιοκαμένους κάμπους,
Δεν είναι δική σας.
Τούτα τα αραγμένα καράβια
Δεν είναι δικά σας.
Είναι των Αχαιών!
Είναι της Ρήγαινας Ελένης,
Με τον Σταυρό χωμένο στους βασιλικούς!
Την Αφροδίτη μην την ζορίζετε άλλο,
Μη την βιάζετε,
Στα ιερά της Πάφου
Και στις ακρογιαλιές της Καρπασίας».
Πάλεψες με το μικρό, νεανικό κορμί σου,
Κονταροκτυπήθηκες με τους γίγαντες
Και άφησες νεκρό το σώμα, σ
Στην μέση της Αγοράς,
Θεία μετάληψη στους Πανέλληνες,
Εις αιώνας αιώνων!
Λοχαγοί και στρατιώτες,
Χορός μιας κακογραμμένης τραγωδίας,
Μη έχοντας τι άλλο να κάνουν,
Σε σκέπασαν με τους μαύρους,
Βρώμικους σάκους του καπνού.
Εμπόδισαν τις παρθένες της Φυλής
Να σε σκεπάσουν.
Ανέραστο σ’ αρπάζει η Δόξα
Και σε υψώνει στον ορίζοντα,
Να σημαδεύεις την Αυγή!
Λευκωσία, 31 Αυγούστου 1995
(Το ποίημα αυτό τιμήθηκε με Α’ Βραβείο σε Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης).
Ανδρέας Παρασκευά
Ο Ανδρέας Παρασκευά είναι ο νεότερος σε ηλικία ήρωας του Απελευθερωτικού Αγώνα της Κύπρου 1955-1959. Γεννήθηκε στην Κώμα του Γιαλού, της Καρπασίας στις 30 Νοεμβρίου 1940. Γόνος πολυμελούς οικογένειας φοίτησε στο Γυμνάσιο της Γιαλούσας μέχρι την Τετάρτη τάξη. Τον πρώτο κιόλας χρόνο του Αγώνα, ο Ανδρέας εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ, στην ομάδα του Γυμνασίου Γιαλούσας. Όταν ο πατέρας του του επεσήμανε πως ήταν πολύ μικρός, για να ενταχθεί σε ένα τόσο μεγάλο αγώνα, ο Ανδρέας απάντησε:
“Άργησες, πατέρα, να μου το πεις. Ο γιος σου μεγάλωσε από τη στιγμή που έδωσε τον μεγάλο του όρκο. Πατέρας μου και μάνα μου τώρα είναι η Ελλάδα”.
Στα δεκαπέντε του μόλις χρόνια, στις 2 Ιουλίου 1956, τον βρήκε ο θάνατος από σφαίρα Βρεττανών στρατιωτών, αφού είχε στήσει ενέδρα σε αυτοκινητοπομπή Βρεττανών στρατιωτών, με την βοήθεια συναγωνιστή του που ήταν σηματοδότης του. Όταν έφτασε η αυτοκινητοπομπή στο κέντρο του χωριού, ο Ανδρέας έριξε βόμβα, με αποτέλεσμα να πληγωθούν από την έκρηξη της δυο Βρετανοί στρατιωτικοί. Οι Βρετανοί τον κυνήγησαν από τις στέγες και τα μπαλκόνια των σπιτιών όπου είχαν πάρει θέσεις. Έγινε αντιληπτός, όταν έτρεξε να εξαφανιστεί με το ποδήλατό του και πυροβολήθηκε.
Το ποίημα μου «Έφηβε της Πατρίδας» πραγματεύεται το γεγονός ότι οι Βρετανοί στρατιώτες απαγόρευσαν σε γυναίκες της Κώμας του Γιαλού να τον σκεπάσουν με λευκά σεντόνια, μια ελάχιστη τιμή, οφειλόμενη σε κάθε νεκρό. Τον σκέπασαν οι ίδιοι με μαύρους βρώμικους σάκους του καπνού, που βρήκαν εκεί, δεδομένου ότι πολλοί κάτοικοι της Καρπασίας ασχολούνταν τότε με την καπνοκαλλιέργεια. Η πράξη τους αυτή πρόβαλε μέσα στην ψυχή μου ως βέβηλη, μια ιεροσυλία που δεν τιμούσε τους ίδιους.
Κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι από τον Όμηρο ο οποίος θέλει τον Αχιλλέα να τιμά τελικά τον νεκρό Έκτορα, αν και θανάσιμο εχθρό του. Τον παραδίδει στον πατέρα του βασιλιά Πρίαμο, καθαρό και ντυμένο με λαμπρό χιτώνα, μέρος από τα λύτρα που του πρόσφερε ο Πρίαμος (Ομήρου Ιλιάδα Ω 248-264). Ο ίδιος ο Αχιλλέας τον τοποθετεί επάνω στην βασιλική άμαξα και στην συνέχεια παραθέτει δείπνο και παρηγορά τον τραγικό πατέρα. Για να τον πείσει να φάει του μιλά για τους δύο πίθους που βρίσκονται στην είσοδο του ανακτόρου του Δία. Ο ένας πίθος περιέχει τις χαρές της ζωής και τα άλλα της καλά, ενώ ο άλλος τα κακά και την δυστυχία. Από τους πίθους αυτούς μοιράζει ο Δίας στους ανθρώπους τον συνδυασμό καλής και κακής τύχης στην ζωή τους (Ομήρου Ιλιάδα Ω 527 κ.ε., Easterling & Knox, 2003 σελ. 142). Η απίστευτη οργή που χαρακτήριζε μέχρι τότε τον Αχιλλέα μετουσιώνεται σε σεβασμό, συμπόνια και ανθρωπιά. Εκφράζονται οι αρετές αυτές με την φιλοξενία που προσφέρει στον γέροντα βασιλιά και το έλεος που του δείχνει.
Η Αντιγόνη του Σοφοκλή, θυσιάζει την δική της ζωή, στον ανθό της νιότης της, αγωνιζόμενη για το δικαίωμα του αδελφού της Πολυνείκη για ταφή, αν και προδότη της πατρίδας. Η Δραγώνα -Μονάχου υπογραμμίζει ότι η πράξη αυτή της Αντιγόνης συνιστά την πρώτη περίπτωση αγώνα για υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με πρώτο δικαίωμα το δικαίωμα στην ταφή. Το συγκλονιστικό μήνυμα που δίνει η Αντιγόνη με την πράξη της αυτή την οποία πλήρωσε με την ίδια την ζωή της, είναι ότι, αν δικαιούται ταφή ένας προδότης της πατρίδας την δικαιούται ο κάθε άνθρωπος.
Πως λοιπόν δεν σεβάστηκαν οι Βρετανοί στρατιώτες το δικαίωμα του δεκαπεντάχρονου παιδιού για την στοιχειώδη νεκρική τιμή, να σκεπαστεί με ένα λευκό σεντόνι; Το ποίημα «Έφηβε της Πατρίδας» επιχειρεί μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα.