Δούλος εγώ, ξοπίσω,
των αφεντάδων όλων,
μόνος, πάνω σε ξύλινο σταυρό,
το αίμα μου, σταλαγματιές να στάζει,
τι θέλησα τ’ ανάστημα να στήσω
και κάλεσα τους σκλάβους,
στο φως της Λευτεριάς να τους βαφτίσω.
Και μήνυσα τους κι είπα τους,
πως μάνα τους εγέννησε
σαν και τους αφεντάδες,
πως οι θεοί μες στις περγαμηνές τους,
τους γράψανε με τ’ όνομα τους.
Δίχως κανένα μάνα μου, μήτε και την θωριά σου,
τα μάτια μου για τ’ άδικο θα κλείσω.
Μέσ’ στην θολούρα των ματικών, τούτη την μαύρη ώρα,
να με χτενίζεις μάνα μου, σε βλέπω στο κατώφλι,
στο σπίτι μας τ’ αρχοντικό, εκεί στην θεία Θράκη,
προτού να ‘ρθουν από μακρά, οι άχαροι Ρωμαίοι,
με την φωτιά και με το σίδερο, με πάρουν μακριά σου.
Κι εσύ πατέρα μου, πούσουν σποριάς και θεριστής,
θεν να σου πω πως έσπειρα της Λευτεριάς τον σπόρο
και με το αίμα μου, κάθε σπυρί ποτίζω.
Ας δώσουνε οι κραταιοί θεοί,
που όλα τα διαφεντεύουν,
ο θερισμός ναρθεί στα γρήγορα,
με πλούσια την σοδειά.
Αγλαντζιά, 13. 7. 2003