Ο βασιλιάς μας ο καλός, ο Ρήγας τούντου τόπου,
που ζιει στα κάστρη τα ψηλά, τα εκατόν τα σπίθκια,
τον προσσιυνούν τζιαι τον τιμούν, οι λας όπου θκιαβαίννει,
οι σκούντροι του τον τρέμουσιν, τζιείνον τζιαι το σπαθίν του,
γιον τρέμει το καρκιόφυλλον, λαού τζιυνηημένου.
Έσιει τους γιούες τους εννιά, ούλλοι καμαροστύλια!
Φορούσιν βράτζιες προσιαστές, την στράταν τζιαι σαρίζουν,
τζιαι φέσιν γρουσοκλώσιαστον, πάνω στην τζιεφαλήν τους!
Πλουμιά πρωτοφανούσιμα, έχουσιν στο γελέκκιν,
τζιαι κότσιηνα τζιαι πράσινα στο μαύρον το βελούδον,
πον κεντημένα όμορφα, στο σιέριν με βελόνιν!
Φορούσιν τζιαι στην κόξαν τους, σπαθίν μεσ’ στο θηκάριν,
που ‘σιει πλουμιά ολόγρουσα τζιαι μαρκαριταρένα!
Έσιει τζιαι για μανιέραν του, μιαν ρούσαν μονοκόρην,
μιαν γιαλλουρούν, μονόκλωνην, μεσ’ στα γρουσά χωσμένην,
που έκαψεν πολλές καρκιές, σε νιους τζιαι παλλικάρκα,
που Δύσιν ως Ανατολήν, που Βενθκιάν τζιαι Πόλην!
Ήρτεν ο γρόνος δίσεχτος, ρωστά η βασιλοκόρη,
πέμπει ο Ρήγας φέρνουσιν γιατρούς που παναθκιόν της,
μα γιατρικόν δεν βρίσκουσιν, κανένας να την γιάνει.
Η κόρη η αντζιελοθκιάρτιστη, τζιοίτεται πα’ στην τάβλαν,
που κάτω τα σεντόνια της, εν ταϊστά φαμμένα,
που πάνω ολομέταξα, ούλλα με την πιπίλλαν,
μιαν πιθαμήν γυρόν- γυρόν, με ξόπρωτον πλουμούιν,
με το σμιλίν τ’ ολόγρουσον, κάμωμαν των σιερκών της!
Τέλεια πουπάνω η στρώση της, εν του σμιλιού τζιαι τζιείνη,
νήμαν που το αδράχτιν της, μ’ ολόγρουσους τους βλόκκους!
Σωτζιέται που το τέρτιν της, τζιαι λυει που τον καμόν της.
Η γέρημ’ η βασίλισσα, εν στο πλευρόν της δίπλα,
τζιαι νυχτοξημερώνεται, για λλόου της τζιαι μόνον,
τατεύκει, σιαμαλίζει την τζιαι σάζει την καπάλιν,
που το σπαθίν του Χάροντα, πέρκι την ιγλυτώσει.
Καλιεί ο αφέντης βασιλιάς, στην κόρην του να φέρουν,
να φκιει τ’ αθάνατον νερόν, να γιάνει τζιαι να ζήσει.
Πέμπει ευτύς τους γιούες του, τα εννιά βασιλοπαίθκια,
την κακορίζιτζιην αρφήν, που Χάρον να γλυτώσουν.
Σελλώννουν τ’ άσπρα αππάρκα τους, με τα φτερά στα πόθκια,
βάλλουν τα χαλινάρκα τους, γρουσά, μαλαματένα,
βιτσιάζουν τα, τζιείνα πετούν, τζιαι τον τουνιάν γυρίζουν!
Στρέφουνται πίσω αθκειανοί, περίλυποι πεζεύκουν…
Πέμπει τζιαι τον τελλάλην του, ο Ρήγας στες Πλαταίες,
ζητά π’ αρκόντους τζιαι φτωχούς, να πάσιν να το εύρουν,
τζι’ όποιος το φέρει τάσσει του, να του την δώκει ταίριν,
τζιαι την κουρούναν την γρουσήν, πούσιει στην τζιεφαλήν του!
Αρκοντονιοί επιάασιν, τα όμορφα αππάρκα,
τζιαι τα καβαλλιτζιέψασιν, γλήορα, καϊρέττιν,
τα φτωχοπαίθκια μονομιάς, τζιαι τζιείνα εβουρήσαν,
τον κόσμον εγυρίσασιν τζιαι ετανίσαν ούλλοι,
κανένας εν εξόρτωσεν, τζιείν’ το νερόν να το ‘βρει…
Τζιαι ο περήφανος ατός είπεν: «Εγιώ το φέρνω»!
Άννοιξεν τες γαλάτες του τζι’ έδωκεν του φτερού του,
επέτησεν εις τα ψηλά, επήεν στ’ άρκα όρη,
τζιαι σε κρεμμούς βαθκιούς πολλά, στα κάτερκα της γης,
θκυο μόνον ασσιελιές, ποτζιείτε που τον Άδην,
τζι’ ακούει π’ αναστενάζουσιν, ψυσιές πον κολασμένες.
Εν ηύρεν τίποτε τζιαμαί, χωσμένος τζιει πουκάτω,
τζι’ επέτησεν αλλαξανά τζιαι έφκηκεν πουπάνω.
Επήρεν τον αέραν του τζι’ έπνασεν νακκουρούιν,
ξαναδιά έναν γυρόν της Γης τζιαι πελλετά την
μα εν εστάχην μπορετόν, πούποτε να το εύρει.
τζιαι παίρνει φόραν ο ατός τζιαι φκαίννει πα’ στα νέφη,
τζιαι πα’ στον πρώτον ουρανόν, μα τίποτε δεν βρίσκει.
Ξαναντινάσσει τα φτερά, ψηλόττερα πηαίννει,
στον ουρανόν τον δεύτερον, γεμάτον που αντζιέλους,
τζιαι πόλα – σέλα πελλετά, μα τίποτε δεν βρίσκει.
Ποφατισμένος ο ατός, μα τζιαι φουτουνιασμένος,
πάλαι αντινάσσει τα φτερά, τζιαι κάμνει κατά πάνω,
τζιαι πα’ στον τρίτον ουρανόν, ξορτώννει τζιαι ξεβαίννει.
Χωρεί τζιαι ποχαμμάζεται, πράματα πον λαλούνται,
ακούει αρκαντζιέλους ψάλλουσιν, χωρεί ψυσιές σωσμένες,
κοντά στον θρόνον του Θεού, τζιαι να περιχαρίζουν.
Ηύρεν τ’ αθάνατον νερόν, τζιει πάνω τζιει να τρέσιει,
να πίννει ο παράδεισος, ν’ αθκιούν δεντρά τζιαι φκιόρα!
Έσσιυψεν τζι’ επροσσιύνησεν Γριστόν τζιαι Παναΐαν,
τζι’ έκαμεν κατά το νερόν, χωρίς τζιαιρόν να χάννει.
Ήφκιεν τζιαι εποχύμανεν, τζι’ έλουσεν τα φτερά του,
τζι’ ίσια τζιαμαί ανέφανεν, όμορφος καβαλλάρης,
έστραφτεν η νεότη του, σαν νήλιος, σαν φεγγάριν,
σούππα – κουλλούριν τζι’ έστασσαν, νερά που το κορμίν του.
Προσηκωθήκαν του άντζιελοι, ήταν ο Άης Γιώρκης,
τζι’ ευτύς εφέραν τ’ αλλαήν, στεγνήν για να φορήσει!
Που θάμμαν ήρτεν ο Άϊος, έσωσεν έναν νέον,
μέσα σε λάκκον που ‘ππεσεν, τζι’ έωκεν τζι’ έφκαλεν τον.
Εξαναΐφκιεν ο ατός, πούτουν κοριζιασμένος,
τζι’ εγέμωσεν τον βρόκκον του, για την βασιλοκόρην!
Στην στράταν σαν εγύριζεν, πίσω εις το Ρηάτον,
εσσιάστηκεν άλλους ατούς, ναν ούλλοι βουττημένοι,
πα’ σε χτηνόν μιάλον πολλά, για μούλαν για φοράαν,
π’ ακόμα αντινάσσετουν ώσπου τζιαι να ψοήσει.
Ετρώαν ούλλοι μ’ όρεξιν, εκάμναν ζιαφέττιν,
μα τζιείνος πώς να το γευτεί, με το γεμάτον στόμαν;
Εδίκλισεν γυρόν- γυρόν, τζιαι είεν μιαν σπουρτούλλαν,
που ‘σιεν το φκιόρον αννοιχτόν, τζι’ εμύριζεν ο κάμπος,
ίδιον τζι’ απαράλλαχτον, σαν όφκερην καντήλαν.
Βάλλει τζιει μέσα το νερόν, σιονώννεται στο ψόφκιον
τζι’ άμαν εχόρτασεν καλά, τζι’ εστάθην η καρκιά του,
εγύρεψεν τ’ αθάνατον, να πάρει το νερόν,
μα η σπουρτούλλα ήφκιεν το, χωρίς ν’ αφήκει κόμπον…
Το κρίνον της εγυάλλισεν, έστραψεν σαν τον νήλιον,
τζι’ έμεινεν τζιείνη αθάνατη, πλουμίν ούλλου του κάμπου!
Νιάζει την, διολίζει την, καπάλιν ο ρεσhπέρης,
τζιαι ξιμπαρρώννει με το νιν, ξύριζον το κρομμίν της,
μα τζιείνη πάλαι βλάστημαν, τον Νιόβρην αντακώννει,
νιώννεται μιαλλύττερη, φκάλλει τζιαι παραρίζια,
τζι’ οι τόποι πιον μοσκολοούν, απού τες μυρωθκιές της.
Αθάνατος εν τζι’ ο ατός, που ζιει πάνω στα όρη,
τζι’ έσιει νεότην πάνω του, τζι’ άμαν σιηλιογρονίσει!
Η μαύρη η βασίλισσα, τζι’ ο Ρήγας πουν’ κοντά της,
κλαίσιν, χτυπιούνται τζιαι θρηνούν, την ακριβήν τους κόρην.
Φίρνουνται τζιαι ποφίρνουνται τζιαι πάλαι αντακώννουν.
Μυρολοάται η Ρήαινα, πουν’ ζήλιν η φωνή της,
τζιαι που τα φύλλα της καρκιάς, λέει της τζιαι λαλεί της:
«Εκάμμησες τα μμάθκια σου, τζι’ εμήναν καμμημένα,
σαν παναχύρκα του σπιθκιού, που πήασιν στα ξένα!"
Εκάμμησες τα μμάθκια σου, τζι’ εμείναν καμμημένα,
σαν τα καμίλια του ππασιά, που παν αρματωμένα.
Σηκώστου πάνω κοραλλού τζιαι πέρτικα του βάτου,"
σηκώστου πάνω μίλα μας, τζιαι ξανασύντησιε μας!
Περτίτζιην μου ππαλαζωτόν, ίντα κακόν εν τούτον,
αντί για νύφφην σ’ εκκλησιάν, να σε νεκροφιλούμεν!
Παίρνει νεπέττιν ύστερις τζι’ ο Ρήγας ο αφέντης,
την μονοκόρην μ’ όμορφα λόγια ποσιερετά την:
«Λάμνε Γιαλλούρα στο καλόν, τζιαι να καλοστρατίσεις,
την βασιλείαν του Θεού, να την κληρονομήσεις».
Ταΐζουν για παρηορκάν, μιτά τους στο ταβλίν τους,
φτωχούς, θκιαβάτες τζι’ ορφανά που ‘ρτώννουνται ομπρός τους,
τζι’ ακόμα για μακάρισιν, τζιοιμίζουσιν τζιαι ξένους,
εις τα ψηλά παλάθκια τους, στες τάβλες τους που ππέφτουν.
Τζι’ αφού κκισμέττιν εν ήταν την σόρταν του ν’ αλλάξει
το πλάσμαν, τζιαι τον θάνατον να μπόρει να γλυτώννει,
εστάχηκεν το ψυσικόν, παρηορκά στον κόσμον,
να μεν ισφάζουνται οι γονιοί που χάννουν τα παιθκιά τους,
ούτε τζιαι όσοι χάφκουσιν, το ακριβόν τους ταίριν.
Αγλαντζιά, 1997
Επεξηγηματικό Σημείωμα
Το ποίημα αυτό είναι βασισμένο σε Κυπριακό θρύλο που μου διηγήθηκε η μητέρα μου Θεοφανώ Χατζηστερκώτη, όπως τον άκουσε από τον παππού της Γιώργη Χατζηστερκώτη. Πραγματεύεται την μοίρα του ανθρώπου που δεν μπορεί με τίποτα να αποφύγει τον θάνατο. Αποτελεί ελάχιστη συμβολή στην διάσωση της κυπριακής πολιτιστικής παράδοσης και γλώσσας.
Το δίστιχο "Εκάμμησες τα μμάθκια σου, τζι' εμείναν καμμημένα,
σαν τα καμήλια του ππασιά, που παν αρματωμένα"
το άκουσα από την γιαγιά μου Αναστασία που το τραγουδούσε θρηνώντας τον παππού μου Νικόλα Π Απόκα.