-Θεά πανώρια, του έρωτα και της αγάπης,
Στα πόδια σου γονατιστή παρακαλώ
Και την κορόνα απ’ το κεφάλι βγάζω.
Πες μου εσύ, του ερωτιάρη αδελφή,
Πού πήρε τον Ακρίτα μου ο Χάρος,
Που την ψυχή του άρπαξε,
Με μπαμπεσιά και δόλο.

-Ρήγαινα, αρχόντισσα, μαυροντυμένη,
Από τους νεκρούς,
κανένας δεν είναι μπορετό
για να γυρίσει πίσω.

-Μην έφταιξα γλυκιά Θεά?
Μην ήταν η αγάπη μου λειψή;
Το χάδι μου άχαρο και κρύο νάταν;

-Ήσουν καλή, ήσουν γλυκιά,
ήσουν μάνα και κυρά.
Τούτα που λες,
είναι της μοναξιάς τα λόγια,
είναι του πόνου λόγια.

-Βάλσαμο είναι στην πληγή,
Τα λόγια σου Θεά.
Δεν ήρθα για παρηγοριά,
Το ταίρι μου γυρεύω.
Παρακαλώ θερμά, δώσμου τον πάλι πίσω
Και θα τον κρύψω εγώ, στην αγκαλιά μου

Και μήτε Θεό μήτε τον Χάροντα
Θ’ αφήσω να τον πάρει.

-Μην βλασφημάς βασίλισσα και μάθε
Πως όλα όσα χαίρεσαι και όσα διαφεντεύεις,
Είναι από του θεούς δοσμένα.
Και δεν υπάρχει αθάνατο νερό
Για τους θνητούς ανθρώπους.
Στον Άδη θα σε καρτερά, να το θυμάσαι.
Δεν είναι Άδωνις για να μοιράζεται
Το φως με το σκοτάδι.

-Πάλι θα λύσω τα μαλιά, Θεά,
Και θα κινήσω, στον τάφο του, στην Μεσαριά,
να κλάψω!

Αγλαντζιά, 28. 7. 1995