(Αφιέρωμα τιμής στους αγωνιστές που βασανίστηκαν από τους Βρετανούς αποικιοκράτες στα φοβερά ανακριτήρια της Ομορφίτας)

Τα συρματοπλέγματα στους πανύψηλους,
τσιμεντένιους τοίχους, βαριά φορτισμένα με ηλεκτρισμό,
ματαιώνουν κάθε απόπειρα απόδρασης.
Η παγίδευση απόλυτη: Σαπίζεις ή πεθαίνεις
σ’ αυτό το στρατόπεδο συγκεντρώσεως.

Κανένα αεράκι δεν φτάνει ίσαμ’ εδώ.
Κανένα φύλλο δεν φυτρώνει,
στην μουχλιασμένη τούτη αυλή.
Τα πουλιά σταμάτησαν να περνούν,
τρομαγμένα κι αυτά, από την όψη των συντρόφων τους,
που κρέμονται νεκροί, στο συρματόπλεγμα.

Η Λευτεριά, ο πιο μεγάλος κατάδικος
επίφοβος σε τούτο τον τόπο,
είναι δεμένη χειροπόδαρα, σε κελί υπόγειο.
Μα το πυκνό σκοτάδι
κρύβει το αίμα απ’ τις πληγές της.

Ένας άγγελος σταυρωμένος ξεψυχάει,
ενώ στέλνει στους βασανιστές και στους βαρδιάνους,
μηνύματα αγάπης…

Στους φούρνους της αυλής στέλνονται
τα ποιήματα του Ρήγα*
μαζί με τα γραφτά, του Κοσμά του Αιτωλού.
Από τους φούρνους, αναδύονται καμένα,
τα φτερά των αγγέλων, νεανικά όνειρα.
@Μα την βούληση για Λευτεριά,
την αξιοπρέπεια και την τιμή μας,
κανένας φούρνος δεν την καίει»,
κραυγάζουν, σαν παραδίνουν το πνεύμα τους,
στους αιώνες…

Στην είσοδο του στρατοπέδου λάμπει,
από κατάλευκο, πεντελικό μάρμαρο,
το άγαλμα της Ελευθερίας!
Κι οι βαρδιάνοι, οι εγκέφαλοι και τα ανδρείκελα
πλαισιώνουν το άγαλμα, πενιχρό υπόλειμμα ανθρώπου.
λευκοί ιερείς και ιέρειες
υποκλίνονται στους ηγεμόνες, μέχρι τη γη.

Έξω, το στέμμα στο κεφάλι της Ελευθερίας αστράφτει,
μα σαν απλώνει τα χέρια της να ευλογήσει το στρατόπεδο,
η μάσκα πέφτει…

Θεέ μου, φύλαγε τον άνθρωπο
από το χείριστο κακό,
την αποκτήνωση…

 

*Πέρα από την λογοκρισία ήταν σε εφαρμογή το φοβερό, ύπουλο σχέδιο του Palmer για αφελληνισμό της Κύπρου.