(Νόστιμον Ήμαρ)
Οικιστής εσύ,
Κράτησες στα χέρια σου τ’ αγνά,
Το ιερό πυρ, από τον βωμό,
Της θαλασσοφίλητης Σαλαμίνας
Και το πήρες στην νέα πατρίδα.
Την αγάπησες κι αυτήν,
Γιατί τον άρτο τον επιούσιο δεν σου τον αρνήθηκε,
Ζυμωμένο με δάκρυ πικρό και πόνο.
Ζήτησες στέγη,
Αφού την αυλή με τα γιασεμιά, δεν την ορίζεις άλλο,
Πόδι βαρύ και ξένο την πατά, τ’ Ανατολίτη.
Η Σαλαμίνα είναι το όνειρο τ’ ατέλειωτο,
Στα τρίσβαθα του νου,
Τραγούδι στα χείλη σου παντοτινό,
Το «νόστιμον ήμαρ».
Μίλαγες για πελάγη ανοιχτά
Και για καράβια γυρισμού, να σχίζουν τα νερά τους…
Και τώρα,
Το όνειρο φάνηκε στην άκρη του δρόμου,
Καράβι γοργοτάξιδο, δεμένο στο μουράγιο,
Να σε καρτερά…
Κι εσύ του μηνάς να βάλει πλώρηκαι και να σαλπάρει…
Πως τολμάς;
Μα είναι κι εκεί κάποιες ρίζες,
Που δεν ξεθάβονται.
Με μοιρασμένη την ψυχή, είσαι δεμένη στο μηδέν,
Βαριές αλυσίδες δεν σ’ αφήνουν να βηματίσεις,
Πέρα από την στράτα του πόνου.
-Αλί σ’ εμέ την δόλια, ψιθυρίζεις,
Που γνώρισα δυο πατρίδες.
Σκούπισε τώρα τα δάκρυα από τα μάτια σου,
Το καράβι θαρθεί ξανά, ένα άλλο Καλοκαίρι,
Όταν τα χιόνια στο ποτάμι, θα λιώσουν πάλι
Και το λιμάνι,
Θ’ ανοίξει διάπλατα τους όρμους του,
Καλοδεχούμενα να δει, τα ξένα σκάφη,
Με την αλμύρα του ωκεανού στο ξύλο τους,
Που θα στρέψουν την πλώρη,
Στον γαλάζιο Νότο!
Η Σαλαμίνα θα σε καρτερά…
Λευκωσία 20 Ιουλίου 1995