Βραδυάζει και όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες της Ανάστασης.
Κι εγώ στη γραμμή από το χάραμα, περιμένω να δρασκελίσω τ’ οδόφραγμα,
χωρίς προσφάι, λίγο μόνο ψωμί και νερό,
η τελευταία ημέρα των νηστειών…

Κάνω το σταυρό μου, σαν να μπαίνω σε εκκλησιά,
την ώρα που περνώ την Πράσινη Γραμμή.
Λήδρα, σαράντα χρόνια να σε δω,
μην είναι όνειρο ή ειν’ αλήθεια ότι διαβαίνω τώρα τους δρόμους σου,
κι από παντού χέρια ανυψωμένα
και χαιρετούν «καλωσορίσατε», χόσκελτιν…

Μεσαριά, θάλασσα από χρυσάφι που κυματίζει, ο κάμπος σου,
Μάνα Γη, γκαστρωμένη το ψωμί του κόσμου.
Νάναι τούτη η Μουσουλίτα ή η Αφάνεια,
τα ονόματα λείπουν… κι ειν’ άλλα, ξένα στη θέση τους.

Ποιο να είσαι εσύ χωριό μου;

Μα να τα κυπαρίσσια αριστερά, να σημαδεύουν τον τόπο της Ανάπαυσης…
Που είναι το σταυροδρόμι και που ο δρόμος δεξιά;
Το τζαμί μπροστά σου;
Δεν είχες εσύ χωριό μου μιναρέδες να τρυπούν τον ουρανό σου…

Κι όμως είσαι εσύ…

Είμαι στον τόπο του σπιτιού μου και κάνω το σταυρό μου,
να προσκυνήσω την μεγάλη καμαρόπορτα, μα εκείνη λείπει.
Λείπει ο ηλιακός με τις καμάρες, λείπει το σπίτι τ’ αγαπημένο…

Λείπει ο Καβαλάρης Άγιος, ο λεβεντονιός,
με το θεριό καμακωμένο στα πόδια τ’ άσπρου αλόγου του.
Στο σκαλιστό καμπαναριό του λείπει ο πέτρινος σταυρός, λείπουν και οι καμπάνες
και στη κορφή του αστράφτει τώρα μιναρές.
Το ξωκκλήσι στη χάρη του, το ερημικό, λείπει κι αυτό,
είναι χωράφι τώρα σπαρμένο.

Το Κοιμητήριο κουρσεμένο, χωρίς σταυρούς και ταφόπετρες
να σημαδεύουν το στερνό σπίτι αυτών που έφυγαν.
Ποιος να σου τάραξε τον αιώνιο ύπνο και ποιος να’ ναι ο τάφος σου παππού,
να σ’ ανάψω το καντήλι;
Σε ποιας μάνας αγκαλιά ν’ αποθέσω τα λείψανα σου, πατέρα;

 

Χαμός και αλλοίωση,
αιμάσσουν παλιές πληγές κι ανοίγουν νέες στα στήθια μου.
Πόνος ήταν η Έξοδος, πόνος κι η Επιστροφή.
Γονατίζω και προσκυνώ τη Γη.
Εσύ ήσουν εδώ κα με πρόσμενες, Γη μου…

Αγλαντζιά, Άνοιξη 2004