(Αφιέρωμα στην Κέρκυρα και σ' όλα τα απόδημα παιδιά της)

Που πήγε το φεγγάρι και κρύφτηκε,
Που είναι τα μύρια άστρα να κεντούν
Το βαθύ ατλάζι του ουρανού;
Μη κι έχει πέσει στα στήθια  μου ο ουρανός
Γι’ αυτό με σφίγγει και με πλακώνει;

Η κιθάρα, πότε βουβή στην γωνιά
Και πότε δάκρυ πικρό στα χέρια μου.
Στο Σικάγο και στο Τορόντο,
Χαθήκανε τα σοκάκια
Με  τα μπαλκόνια και τα γιασεμιά.
Σε ποιο καντούνι και ποια ρούγα να βγω
Να κάνω καντάδα;
Μύρια τα κύματα
Ως το παράθυρο με την καλή μου,
Που καρτερά…

Τι να ‘χουν γίνει οι ψαρόβαρκες
Που κινούσαν με την αυγή
Για συναγρίδες και καλαμάρια,
Γόπες και ροφούς;
Που γιαλός να ρίξω το δίχτυ μου
Και που μώλος να δέσω παλαμάρι…

Χελιδόνι εγώ της Παλαιοκαστρίτσας
Πως να κλείσω τις φτερούγες μου στο μπετόν…

Κέρκυρα,
Σ’ αναζητούν τα μάτια μου, φως μου,
Δεν ζει η ψυχή μου χωρίς ουρανό…
Στην καρδιά μου,
Μόνος αφέντης που βασιλεύει,
Ο ποθητός γυρισμός…

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.