(Αφιερώνω το ποίημα μου αυτό στον Χαράλαμπο Κουμή που τόλμησε τον Γυρισμό. Το αφιερώνω επίσης σε όλο τον Απόδημο Ελληνισμό και ιδιαίτερα στους Κύπριους που γύρισαν στην πατρίδα και τους έδιωξε ξανά ο τουρκικός Αττίλας με την Εισβολή, το Καλοκαίρι του 1974…)
Χελιδόνι,
που σε νανούρισε στο Βόρειο Σέλας,
γλυκό τραγούδι γυρισμού.
Εσύ, που χόρεψες στον πάγο,
με τα φλαμίνγκο και τους πιγκουίνους
χορούς τρελούς λαχταριστούς,
όταν μακρύναν τα φτερά σου,
τ’ άνοιξες για τον Νοτιά,
καημός αγιάτρευτος της μάνας,
του κύρη πόθος του κρυφός.
Ξανάχτισες την γκρεμισμένη την φωλιά,
παλιά κληρονομιά της μάνας,
στον ηλιακό με τις καμάρες,
στολίδι του σπιτιού, καμάρι της κυράς,
αγάπη των παιδιών.
Έρμο τραγούδι αλλιώτικο,
τιτίβισμα χελιδονιών, σπάθισμα του αγέρα.
Κι ήρθε Βοριάς ζεστός,
στην κάψα τ’ Αλωνάρη,
και γκρεμιστήκαν οι φωλιές,
ο ηλιακός και οι καμάρες.
Κι έμειν’ η μάνα μοναχή,
κι ο κύρης δίχως σπίτι
και τα παιδιά παράμερα,
στην άκρη πεταμένα,
δίχως τον ήλιο στα μαλλιά.
Και σε φωνάξαν ξέκληρο,
αλήτη, μαδημένο,
εσέ, που τόλμησες τον γυρισμό,
σου τσαλακώσαν τα φτερά.
Κι εσύ,
φτωχό πουλί της οικουμένης,
πήρες τον δρόμο πίσω,
της ξενιτιάς…
Που πηγαίνεις μάτια μου!
Αγλαντζιά 10. 11. 1996