(Με αφορμή την συμπλήρωση 64 χρόνων από την θυσία του, αφιερώνω το ποίημα μου αυτό στον Χαράλαμπο Μούσκο, αγωνιστή της ΕΟΚΑ που έδωσε την ζωή του στα 22 του μόλις χρόνια για την Ελευθερία της Κύπρου)
Πρώτο εσύ χελιδόνι,
Πως μας ήρθες μέσα στο καταχείμωνο,
Με φορτωμένα τα φτερά σου, απ’ το χαρμόσυνο μήνυμα της Άνοιξης;
Το λαχταρούσε αυτή η Γη να το ακούσει,
στην αξημέρωτη νύχτα της ξένης κυριαρχίας.
Ποιος αέρας φύσηξε και σε έφερε κατά δω,
Χελιδόνι γοργόφτερο;
Το είχε γραμμένο η Κλωθώ στα δεφτέρια της,
Πως θα ‘ρχόσουν ή έφυγες κρυφά από τις Μοίρες,
Πέταξες νύχτα
Και ήρθες σ’ εμάς χελιδόνι,
Με τις μακρές σου φτερούγες να σπαθίζουν γοργά τον άνεμο;
Την ολάνθιστη νιότη σου δεν την λογάριασες,
Σαν πίστεψες πως η στιγμή ήταν η κατάλληλη,
Η στιγμή η μεγάλη,
Ν’ ανοίξει η πόρτα στην Λευτεριά,
Το ένα το δέντρο το θυσιάζουμε τότε,
Για να θεριέψει το Δάσος,
να δώσει τους καρπούς του και να γιορτάσει.
Το σκέφτηκες πως θα της έλειπες της Μάνας, το ένιωθες,
Που σ’ είχε μοναχογιό της ακριβό,
Μα κι’ η Πατρίδα μια Μάνα είναι κι αυτή,
Κι εσύ την διάλεξες ανάμεσα στις δυο τους.
Το ‘ξερες πόσο η Μάνα σου θα κλάψει,
Για ‘σένα ακριβογιέ…
«Για την Ελλάδα Μάνα μου», είπες
Και εκεί ψηλά στο Μερσινάκι,
Να σε κοιτούν από κοντά οι Σόλοι,
παρέδωσες το πνεύμα στους ανέμους,
Να της πάνε το μήνυμα το μεγάλο,
Πως κι από την ζωή πιο πάνω,
Είναι η Λευτεριά…
Και ο Σοφός, να σκύβει επάνω σου να σε φιλά,
Εσέ, το νιο παλληκάρι,
που απαίτησες το Δίκαιο.
Αγλαντζιά, 10. 12. 2023