Ακρίτα Διγενή άφθαρτε, με τα πολλά τα ρούχα,
άφησες στης Ρήγαινας το κάστρο, το σπαθί και το κοντάρι,
σαν έφευγες πωρνό- πωρνό, από την κλίνη την δική της.
Άφησες στο στόμα το φιλί της και πας σε ξένα μέρη,
να βρεις εκείνους που μίσεψαν με σκοτεινά καράβια.

Παίρνεις στο ένα χέρι το βιολί, στο άλλο το δευτέρι
και στον δεξί τον ώμο σου, την βούρκα σου κρεμάεις
που με αγάπη γέμισε, της Ρήγαινας το χέρι.

Βάζεις μπροστά σου την αγάπη και πίσω σου
τα παλληκάρια σου όλα
και πας να βρεις σε πόλεις μακρινές,
με φώτα αλλόκοτα, θολά, χρωματιστά και ξένα,
της Γερακίνας τα πουλιά, που άγριο φίδι τρώει.
Ύδρα Λερναία γίνεται και τα καταβροχθίζει,
σαν λησμονούνε την λαλιά, το όμορφο τραγούδι,
και τον χορό που χόρεψαν σε μακρινά αλώνια.

Σύρτε Ακρίτες τον χορό και πέστε Ελληνικά τραγούδια,
χτίστε τα κάστρα της γενιάς, με χάρη και με τέχνη,
να σώσετε, της Γερακίνας τα παιδιά,
που γέρασε και άσπρισε στης ξενιτιάς τα μέρη.

Λεμεσός, 27. 3. 2006


Το ποίημα μου αυτό το εμπνεύστηκα από την γνωριμία μου με νεαρό απόγονο 3ης γενιάς, Ελληνίδας από την Κρήτη ο οποίος, στα πέντε ολόκληρα χρόνια που τον γνώριζα ως υπάλληλο σε νοσοκομείο όπου εργαζόμουν στο Μοντρεάλ δεν εξέφρασε ποτέ οποιονδήποτε βαθμό προσδιορισμού Ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Μου έλεγε πάντα ότι είναι Εβραίος. Για περισσότερα βλέπε άρθρο μου «Η Εθνική Ταυτότητα των Ελλήνων της Διασποράς».

Γλωσσάρι
Βούρκα= δερμάτινη τσάντα από ολόσωμο δέρμα αρνιού ή εριφιού
Πωρνό= πουρνό, χάραμα, αυγή