Μυριόπλουμη Ακακία,
χαϊδεμένη της Άνοιξης,
που στολίστηκες
από την κορφή ως τη γη.

Πανώριο πλουμίδι του ευωδιαστού κάμπου,
φορτώθηκες χαμόγελα χρυσαφιά,
κρέμασες ηλιαχτίδες στο λαιμό
και κομπολόι τα χρυσά στο μέτωπο.

Χελιδόνι,
Με το γλυκό τραγούδι στο στόμα,
Που μυρίζει πασχαλιά
Και  έρωτα συνάμα,
Άσε με να σε φιλήσω
Τ’ όμορφο τούτο δειλινό,
Άσε με να σ’ αγκαλιάσω,
Δεν βλέπεις πόσο σ’ αγαπώ!...

Μου φεύγεις μέσα από τα χέρια,
Χελιδόνι της Άνοιξης,
Που πας;
Τι ακριβότερο ζητάς απ’ την Αγάπη;

Εκφράζω τις ειλικρινείς ευχαριστίες μου και την βαθιά μου ευγνωμοσύνη σε όλους όσους με στήριξαν με οποιονδήποτε τρόπο στην διάρκεια της μακράς πορείας μου για την συγγραφή αυτού του βιβλίου. Ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη εκφράζω στον εξάδελφο μου Χρήστο Χατζηστερκώτη ο οποίος, με κάθε ευκαιρία, με ενεθάρρυνε να ολοκληρώσω και να εκδώσω αυτό μου το έργο. Εξίσου θερμές ευχαριστίες χρωστώ στην φίλη μου Ειρήνη Χατζηλοΐζου για την σημαντική στήριξη που μου πρόσφερε με την ενθάρρυνση της να ολοκληρώσω αυτό το έργο αλλά και με την εντόπιση νέων ατόμων για συμμετοχή στην έρευνα μου. Ευχαριστώ επίσης θερμά όλους όσους είχαν συμμετάσχει στην έρευνα και έδωσαν στοιχεία. Χωρίς την δική τους σημαντική συμβολή η ερευνητική αυτή εργασία δεν θα ολοκληρωνόταν. Ευχαριστώ επίσης θερμά όσους διάβασαν μέρος ή ολόκληρο το κείμενο του κείμενο του βιβλίου μου αυτού και μου έκαναν εποικοδομητικές παρατηρήσεις και εισηγήσεις.

(Αφιερωμένο στον Ηρωομάρτυρα Τάσο Ισαάκ)

Εκεί στη νεκρή ζώνη, της μοιρασμένης πατρίδας,
έριξες λίπασμα το κορμί σου και το αίμα.

«Σ’ αγαπώ», μου ψιθύρισες
τρυφερά στ’ αυτί
και με κράτησες
σφικτά στην αγκαλιά σου.

«Σου μιλώ
και στο κορμί της γης
ανοίγονται άστρα
με φεγγαρόφωτο
και στην καρδιά της
χειμώνα σκορπίζουν
τα δικά της αισθήματα.

(Αφιέρωμα τιμής στους Κύπριους που σε στιγμές κρίσιμες για τον Ελληνισμό, άφησαν το άροτρο και το δρεπάνι και έτρεξαν να συμμετάσχουν στους αγώνες για την σωτηρία του Έθνους)

Ούλλοι οι κλέφτες σσιύφκουσιν τζιαι οι καπεταναίοι
Τζιαι του φιλούν σεβάσμια το άγιον του σιέριν.
Μα έναν μισοκόπελλον, ψηλόν σαν τζιυπαρίσσιν,
Κατσαρομάλλιν, όμορφον, μανιέρα του το φέσιν,
Που ‘σιει ζαβά στην τζιεφαλήν, πρεπός1 εις την νεότην,
Εν του φιλά το σιέριν του, του γέρου του Δεσπότη.
Μόνον του τζιείνον σιαιρετά, ίσιον, καπαρτισμένον,
που κα’ στο σσιος του πλατανιού, πουν ούλλοι συναμένοι
τζιαι σάζει τ’ αλαβρόν σπαθίν, εις την λεγνήν του κόξαν,
με ζώστραν γρουσοκλώσιαστην, που πα’ στην μαύρην βράκαν,
γελέκκιν ολοκέντητον, ποΐνες τομαρένες,
να τρίζουν οι προκκούες τους, ν’ ακούουν οι κορούες.
Μαλλώννει του ο τζιύρης του, θυμώννει του ο κλέφτης:

(Αφιερώνω το ποίημα μου αυτό στον άγνωστο νεκρό της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974, που πέθανε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, μέσα στα χέρια μου) 

Με τι δάκρυα να σε κλάψω παλικάρι μου, 
Που τα μάτια κι η καρδιά μου στέγνωσαν, 
Από τον πόνο και τον καημό! 

Μια γλάστρα με βασιλικό,
σε τούτη εδώ τη χώρα,
με τα ψηλά τα σπίτια της,
τους παγωμένους δρόμους!
Τι θέλει εδώ και τι γυρεύει;

Ξενιτεμένη μοιάζει
και προσπαθεί,
να ζεσταθεί απ’ τα χνώτα,
εκείνων π’ άφησαν μιαν άλλη γη,
πιο φωτεινή και γαλανή.

«Μηδείς θρηνείτο πενίαν»
(Αναστάσιμος Λόγος Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου)

Με το δοξάρι κατεβάζεις τους ανθούς
και ευωδιάζει η πόλη.
Για μια δραχμή, για δυο,
ανοίγεις την πόρτα του ουρανού,
με του λυράρη του Απόλλωνα την χάρη!
Και κατεβαίνουν Σεραφείμ και ψάλλουν
και ο πολύβουος, ο άχαρος ο δρόμος,
απ’ τις δικές σου μελωδίες,
γίνεται φως του κόσμου.
Μια μεταμόρφωση τριγύρω επέρχεται,
το άσχημο και το κακό,
πλάθεται πάλι ωραίο.

-Dostrum Ahmet,
Sen de gel Kahveye
Icelim Picilia’nin
Kirmizi sarabini
Ve bugulu sarhosluk icinde
Sarkimizi soyleyelim
Kendi dilimizde her birimiz...
Unut Ahmet,
Oldurulen cocugu,
Saklambac oynuyor  koyumuzun harman yerinde

Adreas’ la  beraber
Gencligimin ilk cocugu
Atla
Yesil Hattin uzerinden,
Dostum Ahmet
Ve gel,
Kadehimi senin icin doldurdum.
Bizi ayiran bu hudut
Yesil, kara, kirmizi
Her heyse,
Bizim sinirimiz olamaz.