Το κλάμα σου το γοερό,
που βγαίνει μέσα από τα βομβαρδισμένα ερείπια,
παιδί της Παλαιστίνης καμένο,
το πήρε ο άνεμος
και το ταξίδεψε στα φτερά του.
Κι ο άνεμος,
αλλιώς επήγε κι είπε,
πως ήσουν κι εσύ
και τα άλλα παιδιά στο καταφύγιο,
ασπίδα στους τρομοκράτες.

Η κυρία με το πλατύ χαμόγελο
και τα λευκά μαργαριτάρια στο λαιμό*,
δεν ξέρει από παιδικά κλάματα.
«Είναι νωρίς», δηλώνει,
«να σταματήσει ο πόλεμος,
θα απειληθούν ξανά, οι πολίτες του Ισραήλ»…

Μετά από αρκετό δισταγμό πείσθηκε τελικά η Ειρήνη και έμεινε να πάρουμε μαζί το αναστάσιμο γεύμα μας. Είχε φέρει άφθονα, καλομαγειρεμένα φαγητά, αποδεικνύοντας και το χάρισμα της στην μαγειρική. Έφερε λοιπόν αρνί κλέφτικο, με πατάτες και ολόσωστα κρεμμύδια τυλιγμένα μαζί με το αρνί. Ως συνοδευτικά έφερε επίσης λαχανικά που ήταν κολοκύθα λαχανικό ήταν το σπανάκι με το αυγά. Το μόνο που έβαλα εγώ ήταν το γιαούρτι που μου το είχε φέρει κι αυτό η Ειρήνη την προηγούμενη μέρα, μαζί με τα υπόλοιπα ψώνια.

Ενώ τρώγαμε μιλούσαμε για διάφορα θέματα. Είπα στην Ειρήνη για το πόσο πολύ απόλαυσα όλες τις λειτουργίες της Αγίας Εβδομάδας, με αποκορύφωμα την θεία λειτουργία του Όρθρου της Αναστάσεως και τον Εσπερινό της Αγάπης, από το ιερό ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ντυμένος την λαμπρή του στολή, όρθιος στον θρόνο του να ψάλλει και να του απαντά από απέναντι ο αριστερός ψάλτης με μια βαριά, βαρύτονη φωνή γεμάτη μελωδικότητα και κάλλος. Τον συνόδευαν δύο ισοκράτες που αναδείκνυαν ακόμα περισσότερο την δική του μοναδική φωνή. Μου θύμισε τον μακαριστό Ανδρέα Πακούλα, τον δεξιό ψάλτη του Πραστειού με την αξεπέραστη βαρύτονη φωνή του. Χωρίς μικρόφωνο πλημμύριζε τον περικαλλή ναό του Αγίου Γεωργίου μας, με την μελωδικότητα και τον ενθουσιασμό με τον οποίο έψαλλε τους αναστάσιμους ύμνους. Η απόδοση των ύμνων αυτών από τον μακαριστό Πακούλα ήταν μεγαλειώδης.

Στην πόρτα που άνοιξε για μένα,
Πριν την διαβώ, σε πρόταξα εσένα.
Μαζί κινήσαμε στο ίδιο καράβι,
Σαν φύγαμε από την Τροία,
Και πήραμε τους δρόμους της θάλασσας για την Σαλαμίνα.
Μα σαν τα βλέφαρα μου έκλεισαν
κι’ ακούμπησα στον τοίχο του καραβιού κεφάλι μου, να ξαποστάσω
Απ’ του κουπιού του βαρετού τον αδιάκοπο μόχθο,
Εσύ έπιασες το πρώτο λιμάνι, με έσυρες στην γη κάτω,
Και ξανατράβηξες μονάχος για το άγιο το νησί μας.

Μονάχος μου σε ξένο τόπο,
Αναζητούσα ξενία και την βρήκα.
Ξένοι και άγνωστοι μου άνοιξαν τις πόρτες των σπιτιών τους,
Σε μέγαρα και φτωχοκάλυβα μπήκα
Και όλοι με καλοδέχτηκαν,
«Ξένε» μου, έλεγαν, «προστάτης σου ο Μέγας Δίας,
Κάνε το σπίτι μας δικό σου,
Δίπλα σου θα είμαστε σε κάθε σου ανάγκη.

(Αφιέρωμα στον Έλληνα Δάσκαλο της Διασποράς)

Είσαι εσύ Φως, «επί την λυχνίαν»
Που φέγγει τριγύρω, ανέσπερον.
Στο απέραντο πέλαγος, πολιτειών μακρινών,
Μεγάλα καράβια τσακίζονται στην τραμουντάνα,
Τα βυθίζει η θαλασσοταραχή.
Μα τα μικρά τρεχαντήρια κι οι σκούνες,
Που φτάνουν από τον Νοτιά,
Βρίσκουν απάνεμη γωνιά, κι αράζουν όμορφα,
Γιατί είσαι εσύ Φάρος,
Που σκορπά τα σκοτάδια.

(«Ει τις θέλει πρώτος είναι, έσται πάντων έσχατος,
και πάντων διάκονος» Κατά Μάρκον, θ’ 35).

Μη με σκοτώνεις, γιε του Πηλέα ένδοξε,
με μάνα σου την Θέτιδα, την κοσμοξακουσμένη,
και της γενιάς σου ρίζα δυνατή, ο τρισμεγάλος Δίας!
Ελέα με, τι είμαι παιδί, στην όμορφη μου νιότη,
Κανένα εγώ δεν έβλαψα, ποτέ εις την ζωή μου.
Με καρτερά η μάνα μου κι ο κύρης να γυρίσω,
γέρος σοφός, ο Πρίαμος, κι η φρόνιμη Εκάβη,
εις τα βαθιά τους γηρατειά να μ’ έχουν αποκούμπι,
Αφού εσύ θανάτωσες πολλά απ’ τα παιδιά τους.
Μη μου τρυπήσεις γοργοπόδαρε, με το χαλκό κοντάρι
τα σπλάχνα και στου Άδη στείλεις με τα μουχλιασμένα κάστρα.
Λυπήσου την γυναίκα μου, τ’ αγέννητο παιδί μου,
Σπλαχνίσου μας λιοντόκαρδε και δείξε καλοσύνη,
Τι γέμισες τον Σκάμανδρο κουφάρια από νέους
Και τα θολά του τα νερά κοκκίνισες με γαίμα.
Την περισσή την δύναμη που σούβαλε ο Δίας,
Στα χέρια και στα πόδια σου, ο νεφελοστοιβάχτης,
Μην το θαρρείς σ’ την έδωσε εσύ για να σκοτώνεις,
Με το βαρύ το χέρι σου, το δίστομο σπαθί σου,
Που το σηκώνεις δίχως έλεος σε κεφαλές και σπλάχνα
Νέων ανδρών που έστειλε η δοξασμένη Τροία,
Γλυκιά πατρίδα μας εμάς, που εσείς ήρθατε ξένοι,
Και να πατήσετε ζητάς τα υψηλά της κάστρα.

(Αφιέρωμα τιμής στον Ελληνισμό της Κύπρου που συνέδραμε το Έθνος στους σκληρούς του αγώνες για Ελευθερία και Δικαιοσύνη. Το ποίημα αυτό το αφιερώνω ιδιαίτερα στους Κύπριους που πολέμησαν για την Ελευθερία της Μακεδονίας, στο πλευρό των Ελλαδιτών αδελφών, στην διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου).

Το υνί και το κοπάδι σου τα άφησες
Στης αδελφής τα χέρια,
Να οργώνει μονάχη της τη γη και να την σπέρνει,
Τα πρόβατα να βγάζει στη βοσκή
Στης Μεσαριάς τον κάμπο.
Τον κύρη εχαιρέτησες κι επήρες την ευχή του,
Την μάνα σου εφίλησες κι είχες σφιχταγκαλιάσει
Και στην καλή σου έστειλες βασιλικού κλωνάρι,
Να τώχει μες τον κόρφο της να του γλυκομιλάει.
Έτρεξες γρήγορα εσύ, εις την κραυγή του Έθνους,
Να πάεις μακριά, σ’ άλλα λιμέρια του Ακρίτα,
Με το σπαθί στο χέρι σου και λιονταρίσια την καρδιά,
Λευτερωτής μιας γης π’ αγάπησες,
Χωρίς να δεις, χωρίς να την πατήσεις.
Στα Πέντε Πηγάδια επολέμησες και στο Κιλκίς,
Στον Λαχανά και σ’ άλλες μάχες,
Όπου φωτιά και σίδερο εσύ πρώτος.
Αψήφησες του Χάροντα το κοφτερό δρεπάνι,
Τον δρόμο της δόξας επερπάτησες,
Τον δύσβατο κι αιματοποτισμένο.
Στη Σαλονίκη μπήκες νικητής,
Πορεύτηκες σε δαφνοστρωμένους δρόμους
Και ροδοπέταλα στην κεφαλή σου εδέχτηκες,
Που κόρες γαλανές σε έραναν με τα αγνά τους χέρια.
Με αίμα βάφτηκε η σαραντάπηχη σου η βράκα
Μα ήταν η ψυχή σου αδέλφι μου
Από το φως γεμάτη
Που δίνει η Λευτεριά στους εκλεκτούς της
Για να το σπέρνουν όπου διαβούν κι όπου θα περάσουν.
Από το φως που σ’ έλουσε άστραψε και η γη σου
Κι ας ήταν θρονιασμένη εδώ και σιδερόφραχτη η τυραννία...

Η αυτάρκεια και η ευημερία των μελών της αγροτικής κοινωνίας του Πραστειού εξασφαλιζόταν κυρίως από τη γεωργία και τη κτηνοτροφία, υπό την προϋπόθεση βέβαια να ανοίγουν οι ουρανοί τους κρουνούς τους και να χαρίζουν τις ζωογόνες βροχές τους. Μια καλή σοδειά αποτελούσε σημαντικότατο παράγοντα για την εξυπηρέτηση των αναγκών της κοινότητας. Διαδραμάτιζε επίσης ρόλο στην άνθιση μιας σειράς από παραδοσιακές τέχνες, οι οποίες αφορούσαν όχι μόνο τις οικονομικές πτυχές της κοινότητας αλλά και τις πνευματικές και καλλιτεχνικές της.

Το Πραστειό αποτελούσε κέντρο τεχνών, με εξαίρετους μάστορες και μαστόρισσες στην καθεμιά από αυτές. Οι κατηγορίες των τεχνών και τεχνιτών του χωριού περιλάμβαναν, με αλφαβητική σειρά, τις ακόλουθες:

Το παρόν έργο συνιστά προϊόν ποιοτικής έρευνας στο οποίο χρησιμοποιήθηκε πολλαπλή μεθοδολογία στην συλλογή στοιχείων.

Εμπεριέχει επίσης τις προσωπικές παρατηρήσεις της ίδιας της ερευνήτριας η οποία, ως μέλος της κοινότητας του Πραστειού, είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει ή και να συμμετάσχει σε πλήθος από τις διεργασίες που περιγράφονται, την πλειοψηφία των οποίων την σάρωσε η έλευση της τεχνολογίας. Σκοπός της συγγραφέως είναι όπως, μέσα από την περιγραφή των ποικίλων διεργασιών, που κάνει στο βιβλίο της αυτό, να συμβάλει στην διάσωση των διεργασιών αυτών, έστω και ως ανάμνηση ενός πλούσιου λαϊκού πολιτισμού.

-Dostrum Ahmet,
Sen de gel Kahveye
Icelim Picilia’nin
Kirmizi sarabini
Ve bugulu sarhosluk icinde
Sarkimizi soyleyelim
Kendi dilimizde her birimiz...
Unut Ahmet,
Oldurulen cocugu,
Saklambac oynuyor  koyumuzun harman yerinde

Adreas’ la  beraber
Gencligimin ilk cocugu
Atla
Yesil Hattin uzerinden,
Dostum Ahmet
Ve gel,
Kadehimi senin icin doldurdum.
Bizi ayiran bu hudut
Yesil, kara, kirmizi
Her heyse,
Bizim sinirimiz olamaz.

-Θεά πανώρια, του έρωτα και της αγάπης,
Στα πόδια σου γονατιστή παρακαλώ
Και την κορόνα απ’ το κεφάλι βγάζω.
Πες μου εσύ, του ερωτιάρη αδελφή,
Πού πήρε τον Ακρίτα μου ο Χάρος,
Που την ψυχή του άρπαξε,
Με μπαμπεσιά και δόλο.

-Ρήγαινα, αρχόντισσα, μαυροντυμένη,
Από τους νεκρούς,
κανένας δεν είναι μπορετό
για να γυρίσει πίσω.