-Dostrum Ahmet,
Sen de gel Kahveye
Icelim Picilia’nin
Kirmizi sarabini
Ve bugulu sarhosluk icinde
Sarkimizi soyleyelim
Kendi dilimizde her birimiz...
Unut Ahmet,
Oldurulen cocugu,
Saklambac oynuyor  koyumuzun harman yerinde

Adreas’ la  beraber
Gencligimin ilk cocugu
Atla
Yesil Hattin uzerinden,
Dostum Ahmet
Ve gel,
Kadehimi senin icin doldurdum.
Bizi ayiran bu hudut
Yesil, kara, kirmizi
Her heyse,
Bizim sinirimiz olamaz.

(Ομήρου Οδύσσεια, Ραψωδία λ, στίχοι 134-144, σε Ελεύθερη Μετάφραση Βαλεντίνης Αναστασίοου)

134 Σαν τους σκοτώσεις με χαλκό που κόβει, τροχισμένος,
Είτε με δόλο την ψυχή, εσύ τους αφαιρέσεις,
Είτε και ολοφάνερα τους στείλεις εις τον Άδη,
Πάρε στο χέρι σου κουπί, ένα να του αρμόζει,

135 και κίνησε για μακρινούς τόπους που δεν ξανάδες
Γι’ ανθρώπους που την θάλασσα δεν έχουν αντικρύσει,
Ποτέ, την κυματόλουστη κι όλο αφρούς γεμάτη.
Που αλάτι αυτοί δεν ξέρουνε να ρίξουν στο φαΐ τους,
Ούτε τα πλοία γνώρισαν, τα ομορφοβαμμένα,
Τα μάγουλα τους κόκκινα σαν κοπελιάς κι εκείνα,
Ή τα κουπιά τους τα καλά που γίνονται φτερούγες,
Των καραβιών των καλοτάξιδων, σαν σχίζουν τα πελάγη.
Κι άλλο σημάδι θα σου πω, καθάριο, μην ξεχάσεις,

Δούλος εγώ, ξοπίσω,
των αφεντάδων όλων,
μόνος, πάνω σε ξύλινο σταυρό,
το αίμα μου, σταλαγματιές να στάζει,
τι θέλησα τ’ ανάστημα να στήσω
και κάλεσα τους σκλάβους,
στο φως της Λευτεριάς να τους βαφτίσω.

Και μήνυσα τους κι είπα τους,
πως μάνα τους εγέννησε
σαν και τους αφεντάδες,
πως οι θεοί μες στις περγαμηνές τους,
τους γράψανε με τ’ όνομα τους.

Σου κούρσεψαν το σπίτι
Και σου πήραν την γη,
Σε ξερίζωσαν, στα βαθιά σου γεράματα.
Το μοιρολόι σου, σαν του Πριάμου 
και σαν της Εκάβης μεγάλο κι ατέλειωτο.
Μα Εσύ, δεν μένεις γονατισμένος,
Πλάι στο συρματόπλεγμα να κλαις.

Πρόσφυγας στον τόπο σου,
Με την λευκάδα του χιονιού απλωμένη,
Στα μαλλιά και στα γένια σου,
Προχωράς,
Ξανά να πιάσουν οι ρίζες σου, σε τούτη την γη,
Που την τρέφει μονάχα η αγάπη σου,
Γέρικε, βαθύριζε ευκάλυπτε,
Της Μεσαορίας…

Η αγάπη μας απέραντη
σαν τον πλατύ τον κάμπο
της Μεσαορίας.

Τα όνειρα μας
μεστωμένα
σαν στάχυα του Μάη.

(Αφιερώνω το ποίημα αυτό στον θείο μου Πετράκη Ν. Πετράκη, αδελφό του πατέρα μου, που είχε διακριθεί ως αθλητής στο διτζιήμιν. Το αφιερώνω επίσης στον Γιάννη Χατζηστερκώτη, αδελφό του παππού της μητέρας μου Χατζηγιώργη Χατζηστερκώτη, που είχε κι αυτός σπουδαία επίδοση στο διτζιήμιν).

Έστεκες σαν αρκάντζιελος στην μέσην της Πλαταίας
Τζιαί σαν το Άστρον της Πωρνής που φέγγει μες τον κάμπον.
Έστραφτεν το μεταξωτόν πουκάμισον που εχόρες,
Φάμμαν που τες αρφάες σου, στην βούχαν με μανιέραν,
Με τέγνην το εράφκασιν στο σιέριν με βελόνιν.
Έστρωννεν τόσον όμορφα πας την πλαθκειάν σου ράσιην,
Εσέν, πον διπλοκάπουλλη, ίσια με μιαν βουκάνην.
Τζι' η ζώστρα η ολομέταξη, εις την λεγνήν σου κόξαν,
Με τα γρουσά της τα πλουμιά, τα κλώσια τα πολλά της,
Που εππέφταν πας την βράκαν σου, την προσιαστήν τζιαι μιάλην!

Στην μικρή κοινωνία του Πραστειού Μεσαορίας των περασμένων αιώνων, όπως συνέβαινε και στις υπόλοιπες κοινωνίες της Κύπρου, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και οι λαϊκές δοξασίες διατηρούσαν κεντρική θέση στη καθημερινότητα των ανθρώπων ενώ αποκτούσαν ιδιαίτερη σημασία σε γιορτές και σημαντικές κοινωνικές εκδηλώσεις. Στις ιστορίες που καταγράφονται από την εποχή, τα γεγονότα αναμιγνύονται με μυστικισμό για να έχουμε σήμερα αφηγήσεις όπου ο θρύλος στέκεται χέρι-με-χέρι με την ιστορία και τις παραδόσεις του τόπου. Τα θαύματα των αγίων είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Διαβάστε στην συνέχεια αφηγήσεις που συνέλεξα από Πραστίτες για θαύματα του Άγιου Γεωργίου, αρχικά εκείνα που απεικονίζονται στην εικόνα του και στην συνέχεια θαύματα σε Πραστίτες καθώς και σε ένα Περιστερωνίτη.

(Αφιέρωμα στον Τάσο)


Όπως ανέμελα, παιδούλα περπατούσα,
συνάντησαν τα μάτια μου,
την γαλανή θωριά των αμματιών σου.
Χαμήλωσα τα μάτια μου,
δεν άντεχαν την λάμψη της ματιάς σου.

(Στίχοι 134-144 από την Ραψωδία λ, σε Ελεύθερη Μετάφραση)


134 Σαν τους σκοτώσεις με χαλκό που κόβει, τροχισμένος,
Είτε με δόλο την ψυχή, εσύ τους αφαιρέσεις,
Είτε και ολοφάνερα τους στείλεις εις τον Άδη,
Πάρε στο χέρι σου κουπί, ένα να του αρμόζει,

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού
Λευκωσία -Κύπρος
Γραφείο Υπουργού
18 Μαρτίου, 1996

Δυο Λόγια

Η Βαλεντίνη Πετράκη- Αναστασίου τραγουδά με μια απλότητα χαρακτηριστική της Κυπριακής ψυχής την τουρκοπατημένη τώρα Μεσαριά, αυτή που ‘ταν η τροφός της Κύπρου, γέννημα η ίδια αυτής της γης.