(Αφιερώνω το ποίημα αυτό στον θείο μου Πετράκη Ν. Πετράκη, αδελφό του πατέρα μου, που είχε διακριθεί ως αθλητής στο διτζιήμιν. Το αφιερώνω επίσης στον Γιάννη Χατζηστερκώτη, αδελφό του παππού της μητέρας μου Χατζηγιώργη Χατζηστερκώτη, που είχε κι αυτός σπουδαία επίδοση στο διτζιήμιν).

Έστεκες σαν αρκάντζιελος στην μέσην της Πλαταίας
Τζιαί σαν το Άστρον της Πωρνής που φέγγει μες τον κάμπον.
Έστραφτεν το μεταξωτόν πουκάμισον που εχόρες,
Φάμμαν που τες αρφάες σου, στην βούχαν με μανιέραν,
Με τέγνην το εράφκασιν στο σιέριν με βελόνιν.
Έστρωννεν τόσον όμορφα πας την πλαθκειάν σου ράσιην,
Εσέν, πον διπλοκάπουλλη, ίσια με μιαν βουκάνην.
Τζι' η ζώστρα η ολομέταξη, εις την λεγνήν σου κόξαν,
Με τα γρουσά της τα πλουμιά, τα κλώσια τα πολλά της,
Που εππέφταν πας την βράκαν σου, την προσιαστήν τζιαι μιάλην!

Ακρίτα Διγενή άφθαρτε, με τα πολλά τα ρούχα,
άφησες στης Ρήγαινας το κάστρο, το σπαθί και το κοντάρι,
σαν έφευγες πωρνό- πωρνό, από την κλίνη την δική της.
Άφησες στο στόμα το φιλί της και πας σε ξένα μέρη,
να βρεις εκείνους που μίσεψαν με σκοτεινά καράβια.

Παίρνεις στο ένα χέρι το βιολί, στο άλλο το δευτέρι
και στον δεξί τον ώμο σου, την βούρκα σου κρεμάεις
που με αγάπη γέμισε, της Ρήγαινας το χέρι.

Η 26η Οκτωβρίου, ημέρα γιορτής του πολιούχου αγίου της Θεσσαλονίκης, υπήρξε και ημέρα απελευθέρωσης της!

Το ποίημα μου «Άφησες το Υνί» συνιστά το δικό μου ταπεινό κλωνάρι τιμής, στην μνήμη των Κυπρίων εθελοντών που συνέδραμαν το έθνος, με την συμμετοχή τους στους Βαλκανικούς Πολέμους και στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μεταξύ των εθελοντών συγκαταλεγόταν και ο Χρήστος Χατζηγεωργίου, ελεύθερο παλικάρι τότε, αδελφός του παππού μου Χατζηστερκώτη. Είναι η δική του συμμετοχή που μου ενέπνευσε το ποίημα μου αυτό, συγκινημένη από το γεγονός ότι ένας αγρότης από την Κύπρο, την εδαφική εσχατιά του Ελληνισμού, θέλησε να πολεμήσει, μαζί με τους Ελλαδίτες αδελφούς, για την Ελευθερία της Μακεδονίας. Μιλώντας κάποτε με ένα από τα παιδιά του αείμνηστου αυτού Μακεδονομάχου, μου είπε ότι ο αγωνιστής αυτός είχε στο ράφι του δωματίου του έργα της κλασσικής λογοτεχνίας και τα μελετούσε. Η πληροφορία αυτή δεν με εξέπληξε, αφού και η δική μου μητέρα, στον ανύπαρκτο χρόνο της «δημιουργούσε «χρόνο» και μελετούσε συγγράμματα της Βυζαντινής αλλά και αρχαιότερης περιόδου. Δεν είχαμε εμείς βιβλιοθήκη δική μας, γι’ αυτό και η μητέρα μου δανειζόταν τα βιβλία που διάβαζε από τον γείτονα μας Παντελή Μελά. Την εκτενή ελληνομάθεια της μητέρας μου την μαρτυρούσε και η γλώσσα της. Ήταν μια κυπριακή εκδοχή της γλώσσας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που συνίστατο από αρχαίες λέξεις και φράσεις, βυζαντινές, εκκλησιαστικές, λόγιες καθώς και ένα πλούτο κυπριακών λέξεων στην αυθεντικότερη τους μορφή.

Στέκεις ολόρθος, Διάκο εσύ,
κι αγέρωχα κοιτάζεις,
τα κορφοβούνια γύρω σου,
και τα θολά ποτάμια,
με τα μαλλιά κυματιστά,
στους ώμους σου ριγμένα,
να δέρνει τ’ απριλιάτικο,
το δροσερό αεράκι!

Διάκο,
η Πόλη, τ’ Αϊβαλί, η Σαλαμίνα της Κύπρου,
τ’ αδιέξοδα της Φυλής,
συνάχτηκαν όλα στο δεξί σου χέρι,
με το μοιρασμένο σπαθί…
Άδεια η λιγνή σου κόξα,
από άρματα κι από βόλι… 

Σημαντικό έργο για το Πραστειό Μεσαορίας είναι το βιβλίο του πεθερού μου Λούκα Αναστάση, πρώην Προέδρου της κοινότητας του Πραστειού. Εξίσου σημαντικές υπήρξαν για μένα και οι γραπτές μαρτυρίας της μητέρας μου Θεοφανούς Χατζηστερκώτη.  Πολλές πληροφορίες για το Πραστειό βρήκα, μέσα από τις εφημερίδες της εποχής οι οποιες βρίσκονται στο αρχείο του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών, ειδικά για τον αθλητισμό, ένα τομέα όπου το Πραστειό διατηρούσε μια λαμπρή παράδοση.

 

Το κλάμα σου το γοερό,
που βγαίνει μέσα από τα βομβαρδισμένα ερείπια,
παιδί της Παλαιστίνης καμένο,
το πήρε ο άνεμος
και το ταξίδεψε στα φτερά του.
Κι ο άνεμος,
αλλιώς επήγε κι είπε,
πως ήσουν κι εσύ
και τα άλλα παιδιά στο καταφύγιο,
ασπίδα στους τρομοκράτες.

Η κυρία με το πλατύ χαμόγελο
και τα λευκά μαργαριτάρια στο λαιμό*,
δεν ξέρει από παιδικά κλάματα.
«Είναι νωρίς», δηλώνει,
«να σταματήσει ο πόλεμος,
θα απειληθούν ξανά, οι πολίτες του Ισραήλ»…

Είσαι τριαντάφυλλο ακριβό
που τώρα λείπει.

Είσαι τ’ αρνί στη μάντρα μου,
το πρώτο
και τώρα,
το κοπάδι ολάκερο ορφανό,
σαν τραβά στη βοσκή
κι Εσύ να λείπεις.

Μυριόπλουμη Ακακία,
χαϊδεμένη της Άνοιξης,
που στολίστηκες
από την κορφή ως τη γη.

Πανώριο πλουμίδι του ευωδιαστού κάμπου,
φορτώθηκες χαμόγελα χρυσαφιά,
κρέμασες ηλιαχτίδες στο λαιμό
και κομπολόι τα χρυσά στο μέτωπο.

«Σ’ αγαπώ», μου ψιθύρισες
τρυφερά στ’ αυτί
και με κράτησες
σφικτά στην αγκαλιά σου.

«Σου μιλώ
και στο κορμί της γης
ανοίγονται άστρα
με φεγγαρόφωτο
και στην καρδιά της
χειμώνα σκορπίζουν
τα δικά της αισθήματα.

Στο χειμερινό ανάκτορο των τσάρων στην Αγία Πετρούπολη

Ο τάφος του Αλέξανδρου Νιέφσκι φιλοξενείται στην Αίθουσα Συναυλιών του Χειμερινού Ανακτόρου των τσάρων στην Αγία Πετρούπολη (Doprovolsky, 2007,  σελ. 42- 43). Η αίθουσα αυτή είναι εξ ολοκλήρου σε λευκό χρώμα. Οι κίονες, τα κορινθιακά κιονόκρανα, τα γλυπτά, είναι όλα από κατάλευκο μάρμαρο που δημιουργεί την αίσθηση ενός αγνού μεγαλείου! Παραπέμπει προφανώς στην προσωπικότητα του Αλέξανδρου Νιέφσκι, ο τάφος του οποίου φιλοξενείται σε αυτή την μεγαλόπρεπη και όμορφη αίθουσα.