Μια γλάστρα με βασιλικό,
σε τούτη εδώ τη χώρα,
με τα ψηλά τα σπίτια της,
τους παγωμένους δρόμους!
Τι θέλει εδώ και τι γυρεύει;

Ξενιτεμένη μοιάζει
και προσπαθεί,
να ζεσταθεί απ’ τα χνώτα,
εκείνων π’ άφησαν μιαν άλλη γη,
πιο φωτεινή και γαλανή.

(Αφιέρωμα τιμής στους Ελλαδίτες αγνοούμενους αξιωματικούς και στρατιώτες, που πολέμησαν με ανδρεία και θυσίασαν την ζωή τους για την Ελευθερία της Κύπρου, στην διάρκεια της Τουρκικής εισβολής). 

Με σφαίρα εις το γόνατο κι από μια λίμνη αίμα,
σ’ αρπάζει ο Πικροχάροντας, στην πιο όμορφη σου νιότη,
με το κακό το χέρι του, το φονικό δρεπάνι. 

(Αφιέρωμα στους Άστεγους της Οικουμένης)

Χιονίζει,
κι εσύ κοιμάσαι στον δρόμο.
Βρέχει ο Θεός
και πάνω από το κεφάλι σου,
σκεπή ο ουρανός.

(Με αφορμή την συμπλήρωση 64 χρόνων από την θυσία του, αφιερώνω το ποίημα μου αυτό στον Χαράλαμπο Μούσκο, αγωνιστή της ΕΟΚΑ που έδωσε την ζωή του στα 22 του μόλις χρόνια για την Ελευθερία της Κύπρου)

Πρώτο εσύ χελιδόνι,
Πως μας ήρθες μέσα στο καταχείμωνο,
Με φορτωμένα τα φτερά σου, απ’ το χαρμόσυνο μήνυμα της Άνοιξης;
Το λαχταρούσε αυτή η Γη να το ακούσει,
στην αξημέρωτη νύχτα της ξένης κυριαρχίας.
Ποιος αέρας φύσηξε και σε έφερε κατά δω,
Χελιδόνι γοργόφτερο;
Το είχε γραμμένο η Κλωθώ στα δεφτέρια της,
Πως θα ‘ρχόσουν ή έφυγες κρυφά από τις Μοίρες,
Πέταξες νύχτα
Και ήρθες σ’ εμάς χελιδόνι,
Με τις μακρές σου φτερούγες να σπαθίζουν γοργά τον άνεμο;

Σε παλιές εποχές όταν δεν υπήρχαν συντάξεις και βοηθήματα για τους ηλικιωμένους, βασίζονταν τα άτομα αυτά εξ ολοκλήρου στα παιδιά τους για την επιβίωση και την όποια ποιότητα στην ζωή τους. Κάποιος λοιπόν γέροντας που ζούσε με την οικογένεια του γιου του παραπονέθηκε ότι κρύωνε, χωρίς επαρκή κλινοσκεπάσματα, μέσα στο καταχείμωνο. Ο γιος έδωσε τότε εντολή στο δικό του παιδί, να πάρει το παλιό «στρατούριν» του γαϊδάρου (το σαμάρι) από τον αχυρώνα του σπιτιού που λειτουργεί και ως αποθήκη άχρηστων αντικειμένων και να το δώσει στον παππού για να σκεπαστεί. Υπακούοντας το παιδί στην εντολή του πατέρα του παίρνει πράγματι το «στρατούριν» από τον αχυρώνα, αντί όμως να το μεταφέρει αμέσως στον παππού του το βάζει κάτω στο πάτωμα, κοντά στον πατέρα του και τρέχει να φέρει μαχαίρι. Ο πατέρας βλέπει κατάπληκτος τον γιο του να αρχίζει να κόβει το παλιό «στρατούρι», το σταματά και το ρωτά:

-Γιατί παιδί μου κόβεις το παλιό στρατούριν; Γιατί δεν το δίνεις ολόκληρο στον παππού σου που κρυώνει, για να ζεσταθεί ; Τι θα κάνεις το άλλο μισό;

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού
Λευκωσία -Κύπρος
Γραφείο Υπουργού
18 Μαρτίου, 1996

Δυο Λόγια

Η Βαλεντίνη Πετράκη- Αναστασίου τραγουδά με μια απλότητα χαρακτηριστική της Κυπριακής ψυχής την τουρκοπατημένη τώρα Μεσαριά, αυτή που ‘ταν η τροφός της Κύπρου, γέννημα η ίδια αυτής της γης.