Ανέμοι της Μεσαριάς
Στης Ρήγαινας τ’ Αυλοτόπια
- Λεπτομέρειες
- Εμφανίσεις: 1813
Βραδυάζει και όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες της Ανάστασης.
Κι εγώ στη γραμμή από το χάραμα, περιμένω να δρασκελίσω τ’ οδόφραγμα,
χωρίς προσφάι, λίγο μόνο ψωμί και νερό,
η τελευταία ημέρα των νηστειών…
Κάνω το σταυρό μου, σαν να μπαίνω σε εκκλησιά,
την ώρα που περνώ την Πράσινη Γραμμή.
Λήδρα, σαράντα χρόνια να σε δω,
μην είναι όνειρο ή ειν’ αλήθεια ότι διαβαίνω τώρα τους δρόμους σου,
κι από παντού χέρια ανυψωμένα
και χαιρετούν «καλωσορίσατε», χόσκελτιν…
- Λεπτομέρειες
- Εμφανίσεις: 2271
(Αφιερωμένο στον Ηρωομάρτυρα Τάσο Ισαάκ)
Εκεί στη νεκρή ζώνη, της μοιρασμένης πατρίδας,
έριξες λίπασμα το κορμί σου και το αίμα.
- Λεπτομέρειες
- Εμφανίσεις: 2834
(Αφιέρωμα στους Αγνοούμενους της Κύπρου)
Ήρθες καταμεσήμερο,
στην κάψα τ’ Αλωνάρη
και μου ‘πες: «Μάνα έχε γεια,
πάω να πολεμήσω,
για της πατρίδας την τιμή
και την Ελευθερία».
- Λεπτομέρειες
- Εμφανίσεις: 615
Στην πόρτα που άνοιξε για μένα,
Πριν την διαβώ, σε πρόταξα εσένα.
Μαζί κινήσαμε στο ίδιο καράβι,
Σαν φύγαμε από την Τροία,
Και πήραμε τους δρόμους της θάλασσας για την Σαλαμίνα.
Μα σαν τα βλέφαρα μου έκλεισαν
κι’ ακούμπησα στον τοίχο του καραβιού κεφάλι μου, να ξαποστάσω
Απ’ του κουπιού του βαρετού τον αδιάκοπο μόχθο,
Εσύ έπιασες το πρώτο λιμάνι, με έσυρες στην γη κάτω,
Και ξανατράβηξες μονάχος για το άγιο το νησί μας.
Μονάχος μου σε ξένο τόπο,
Αναζητούσα ξενία και την βρήκα.
Ξένοι και άγνωστοι μου άνοιξαν τις πόρτες των σπιτιών τους,
Σε μέγαρα και φτωχοκάλυβα μπήκα
Και όλοι με καλοδέχτηκαν,
«Ξένε» μου, έλεγαν, «προστάτης σου ο Μέγας Δίας,
Κάνε το σπίτι μας δικό σου,
Δίπλα σου θα είμαστε σε κάθε σου ανάγκη.
- Λεπτομέρειες
- Εμφανίσεις: 4009
Σου στέλλω χαιρετίσματα, με κάθε χελιδόνι,
Όπου την Άνοιξη περνά, σπαθίζει τον αέρα
και στον Βορρά βιαστικά, διαβαίνει κι αλαργεύει.
Κάθε γοργόφτερο πουλί, μηνύματα φορτώνω,
φιλιά και χαιρετίσματα, να ‘ρθει να σου τα φέρει.
Σου στέλλω χαιρετίσματα μα ‘συ δεν μ’ απαντάς.
Ποιο να ‘ναι το παράπονο που κρύβεις στην καρδιά;
Στείλε δυο λόγια γιόκα μου, δεν θέλω παραπάνω,
να μ’ απαλύνεις τον καημό που μέσα μου με σφάζει,
να ξέρω η δόλια ότι ζεις. Αυτό μόνο μου φτάνει.
Μ’ αν βρεις μολύβι και χαρτί και γράψεις παραπάνω,
πες μου, την μέρα που γυρνάς; Που πας και που διαβαίνεις;
Κι όταν βραδιάσει ο Θεός, ποια πόρτα σε προσμένει;
Τι μαγειρεύεις και δειπνάς, που στρώνεις και κοιμάσαι;
- Λεπτομέρειες
- Εμφανίσεις: 3372
Ο βασιλιάς μας ο καλός, ο Ρήγας τούντου τόπου,
που ζιει στα κάστρη τα ψηλά, τα εκατόν τα σπίθκια,
τον προσσιυνούν τζιαι τον τιμούν, οι λας όπου θκιαβαίννει,
οι σκούντροι του τον τρέμουσιν, τζιείνον τζιαι το σπαθίν του,
γιον τρέμει το καρκιόφυλλον, λαού τζιυνηημένου.
Έσιει τους γιούες τους εννιά, ούλλοι καμαροστύλια!
Φορούσιν βράτζιες προσιαστές, την στράταν τζιαι σαρίζουν,
τζιαι φέσιν γρουσοκλώσιαστον, πάνω στην τζιεφαλήν τους!
Πλουμιά πρωτοφανούσιμα, έχουσιν στο γελέκκιν,
τζιαι κότσιηνα τζιαι πράσινα στο μαύρον το βελούδον,
πον κεντημένα όμορφα, στο σιέριν με βελόνιν!
Φορούσιν τζιαι στην κόξαν τους, σπαθίν μεσ’ στο θηκάριν,
που ‘σιει πλουμιά ολόγρουσα τζιαι μαρκαριταρένα!
Υποκατηγορίες
Σελίδα 8 από 8