Αρνήθηκαν να σκεπαστείς, με το λευκό σεντόνι,
Που ύφαναν στον αργαλειό, παρθένες της Φυλής σου.

Έφηβε της Καρπασίας!
Πήρες την άγουρη νιότη σου, σπαθί της Ρωμιοσύνης
Και άδραξες τον ήλιο, γιά νάρθει το ξημέρωμα,
Στη Γη που καρτερεί!

(Αφιέρωμα τιμής στους Κύπριους που σε στιγμές κρίσιμες για τον Ελληνισμό, άφησαν το άροτρο και το δρεπάνι και έτρεξαν να συμμετάσχουν στους αγώνες για την σωτηρία του Έθνους)

Ούλλοι οι κλέφτες σσιύφκουσιν τζιαι οι καπεταναίοι
Τζιαι του φιλούν σεβάσμια το άγιον του σιέριν.
Μα έναν μισοκόπελλον, ψηλόν σαν τζιυπαρίσσιν,
Κατσαρομάλλιν, όμορφον, μανιέρα του το φέσιν,
Που ‘σιει ζαβά στην τζιεφαλήν, πρεπός1 εις την νεότην,
Εν του φιλά το σιέριν του, του γέρου του Δεσπότη.
Μόνον του τζιείνον σιαιρετά, ίσιον, καπαρτισμένον,
που κα’ στο σσιος του πλατανιού, πουν ούλλοι συναμένοι
τζιαι σάζει τ’ αλαβρόν σπαθίν, εις την λεγνήν του κόξαν,
με ζώστραν γρουσοκλώσιαστην, που πα’ στην μαύρην βράκαν,
γελέκκιν ολοκέντητον, ποΐνες τομαρένες,
να τρίζουν οι προκκούες τους, ν’ ακούουν οι κορούες.
Μαλλώννει του ο τζιύρης του, θυμώννει του ο κλέφτης:

Η 26η Οκτωβρίου, ημέρα γιορτής του πολιούχου αγίου της Θεσσαλονίκης, υπήρξε και ημέρα απελευθέρωσης της!

Το ποίημα μου «Άφησες το Υνί» συνιστά το δικό μου ταπεινό κλωνάρι τιμής, στην μνήμη των Κυπρίων εθελοντών που συνέδραμαν το έθνος, με την συμμετοχή τους στους Βαλκανικούς Πολέμους και στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μεταξύ των εθελοντών συγκαταλεγόταν και ο Χρήστος Χατζηγεωργίου, ελεύθερο παλικάρι τότε, αδελφός του παππού μου Χατζηστερκώτη. Είναι η δική του συμμετοχή που μου ενέπνευσε το ποίημα μου αυτό, συγκινημένη από το γεγονός ότι ένας αγρότης από την Κύπρο, την εδαφική εσχατιά του Ελληνισμού, θέλησε να πολεμήσει, μαζί με τους Ελλαδίτες αδελφούς, για την Ελευθερία της Μακεδονίας. Μιλώντας κάποτε με ένα από τα παιδιά του αείμνηστου αυτού Μακεδονομάχου, μου είπε ότι ο αγωνιστής αυτός είχε στο ράφι του δωματίου του έργα της κλασσικής λογοτεχνίας και τα μελετούσε. Η πληροφορία αυτή δεν με εξέπληξε, αφού και η δική μου μητέρα, στον ανύπαρκτο χρόνο της «δημιουργούσε «χρόνο» και μελετούσε συγγράμματα της Βυζαντινής αλλά και αρχαιότερης περιόδου. Δεν είχαμε εμείς βιβλιοθήκη δική μας, γι’ αυτό και η μητέρα μου δανειζόταν τα βιβλία που διάβαζε από τον γείτονα μας Παντελή Μελά. Την εκτενή ελληνομάθεια της μητέρας μου την μαρτυρούσε και η γλώσσα της. Ήταν μια κυπριακή εκδοχή της γλώσσας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που συνίστατο από αρχαίες λέξεις και φράσεις, βυζαντινές, εκκλησιαστικές, λόγιες καθώς και ένα πλούτο κυπριακών λέξεων στην αυθεντικότερη τους μορφή.

(Αφιέρωμα στην Κέρκυρα και σ' όλα τα απόδημα παιδιά της)

Που πήγε το φεγγάρι και κρύφτηκε,
Που είναι τα μύρια άστρα να κεντούν
Το βαθύ ατλάζι του ουρανού;
Μη κι έχει πέσει στα στήθια  μου ο ουρανός
Γι’ αυτό με σφίγγει και με πλακώνει;

Σε παλιές εποχές όταν δεν υπήρχαν συντάξεις και βοηθήματα για τους ηλικιωμένους, βασίζονταν τα άτομα αυτά εξ ολοκλήρου στα παιδιά τους για την επιβίωση και την όποια ποιότητα στην ζωή τους. Κάποιος λοιπόν γέροντας που ζούσε με την οικογένεια του γιου του παραπονέθηκε ότι κρύωνε, χωρίς επαρκή κλινοσκεπάσματα, μέσα στο καταχείμωνο. Ο γιος έδωσε τότε εντολή στο δικό του παιδί, να πάρει το παλιό «στρατούριν» του γαϊδάρου (το σαμάρι) από τον αχυρώνα του σπιτιού που λειτουργεί και ως αποθήκη άχρηστων αντικειμένων και να το δώσει στον παππού για να σκεπαστεί. Υπακούοντας το παιδί στην εντολή του πατέρα του παίρνει πράγματι το «στρατούριν» από τον αχυρώνα, αντί όμως να το μεταφέρει αμέσως στον παππού του το βάζει κάτω στο πάτωμα, κοντά στον πατέρα του και τρέχει να φέρει μαχαίρι. Ο πατέρας βλέπει κατάπληκτος τον γιο του να αρχίζει να κόβει το παλιό «στρατούρι», το σταματά και το ρωτά:

-Γιατί παιδί μου κόβεις το παλιό στρατούριν; Γιατί δεν το δίνεις ολόκληρο στον παππού σου που κρυώνει, για να ζεσταθεί ; Τι θα κάνεις το άλλο μισό;

Χτυπά η καμπάνα θλιβερά, και το χωριό ακούει!
Ποιος γέροντας να πέθανε και τον μοιρολογάει;
Γέρος κανείς δεν πέθανε, γέρος κανείς δεν πήγε,
δυο νιοι είναι που πέθαναν, δυο λιγνοκυπαρίσσια!

Αυγήν- αυγήν τους κρέμασαν, πριν τα πουλιά λαλήσουν
κι ο ουρανός τα άμετρα, τ’ αστέρια του τα σβήσει,
και ρίξει στην Ανατολή, για να ροδίσει, ρόδα.
Κρέμασαν τον Καραολή κι Ανδρέα Δημητρίου,
γιατί αγωνίστηκαν πολύ για την Ελευθερία,
της Κύπρου της πολύπαθης, της λατρεμένης γης μας.

Τρανέ, Πορφυρογέννητε Δεσπότη,
Παράτα κάτω το σουβλί!
Στον Θεό που λατρεύουμε κι οι δυο,
Φύλαξε το στα κάστρα τα δικά σου,
Τούτο δεν είναι γι’ ανθρώπου σάρκα,
Είναι για της Λαμπρής το πανηγύρι.

Αύγουστε! Μη μας σουβλίζεις ζωντανούς,
Είν’ αρκετή για μας η θράκα της ζωής.
Ήλιε, μη μας τυφλώνεις.
Θα πεθάνουμε Ήλιε,
Θα πεθάνουμε
Κι εμείς κι εσύ.
Εμείς θα ξαποστάσουμε
Στον ίσκιο μιας ανεμώνης,
Εσύ που θα βρεις αναπαμό,
Που θα βρεις λύτρωση;

Οι γυναίκες του Πραστειού ανέθεταν σε επαγγελματίες ράπτριες τα ενδύματα για πιο επίσημη χρήση, όπως εκείνα που φορούσαν στην εκκλησία, σε γιορτές και πανηγύρια, ποικίλες τελετές και δεξιώσεις, π.χ. βαφτίσεις, αρραβώνες και γάμους, εκδρομές και προσκυνήματα. 

Οι επαγγελματίες ράφταινες διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες: εκείνες έμαθαν το επάγγελμα πρακτικά και αυτές που είχαν συστηματική εκπαίδευση.

Oct 11, 2009

OLD NICOSIA General Hospital should not be demolished, it should be preserved as a monument honouring the thousands of nurses, doctors and other health professionals who offered their services to the sick with devotion, kindness and diligence, within this building, as well as all those who received such services.

Ο βασιλιάς μας ο καλός, ο Ρήγας τούντου τόπου,
που ζιει στα κάστρη τα ψηλά, τα εκατόν τα σπίθκια,
τον προσσιυνούν τζιαι τον τιμούν, οι λας όπου θκιαβαίννει,
οι σκούντροι του τον τρέμουσιν, τζιείνον τζιαι το σπαθίν του,
γιον τρέμει το καρκιόφυλλον, λαού τζιυνηημένου.

Έσιει τους γιούες τους εννιά, ούλλοι καμαροστύλια!
Φορούσιν βράτζιες προσιαστές, την στράταν τζιαι σαρίζουν,
τζιαι φέσιν γρουσοκλώσιαστον, πάνω στην τζιεφαλήν τους!
Πλουμιά πρωτοφανούσιμα, έχουσιν στο γελέκκιν,
τζιαι κότσιηνα τζιαι πράσινα στο μαύρον το βελούδον,
πον κεντημένα όμορφα, στο σιέριν με βελόνιν!
Φορούσιν τζιαι στην κόξαν τους, σπαθίν μεσ’ στο θηκάριν,
που ‘σιει πλουμιά ολόγρουσα τζιαι μαρκαριταρένα!