Άγιος Γεώργιος Δρακοντοκτόνος

(Καραολής και Δημητρίου)

Ξημέρωσε η 10η  Μαΐου 1956, ημέρα των γενεθλίων μου. Δεν ήταν όμως όπως όλα τα άλλα μου γενέθλια που προσδοκούσα χαρούμενη να πάρω ευχές και κανένα σελίνι, ως δώρο, από στενούς συγγενείς. Ήταν ένα πολύ θλιβερό πρωινό που όλοι οι μεγάλοι περίμεναν να ακούσουν από τις ειδήσεις αν το αίτημα προς την Βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανίας Ελισάβετ, για απονομή χάριτος στους δύο καταδικασθέντες στην εσχάτη των ποινών, Μιχαήλ Καραολή κι Ανδρέα Δημητρίου, είχε μια θετική ανταπόκριση.

Το προηγούμενο βράδυ, την ώρα του δείπνου, η μητέρα μου έλεγε στον πατέρα μου, όπως κάθε βράδυ, την σύνοψη των ειδήσεων που κατόρθωνε να διαβάσει από την εφημερίδα, παρά τις αμέτρητες δουλειές της με μια οικογένεια από 9 άτομα, 6 εμείς τα παιδιά, δύο οι γονείς μου και μια η γιαγιά μου Αναστασία, μητέρα του πατέρα μου, σε βαθύ γήρας που η μάνα μου την φρόντιζε με μεγάλη αφοσίωση και αγάπη. Ο πατέρας μου δεν εύρισκε καθόλου χρόνο να μελετήσει ο ίδιος την εφημερίδα, αφού έφευγε από το σπίτι μας, με τα βόδια του, πριν ακόμα να χαράξει το φως της Αυγής και επέστρεφε όταν ο ουρανός είχε ήδη στολιστεί από αρκετά άστρα. Βασιζόταν λοιπόν στις ειδήσεις που άκουγε στο καφενείο όπου πήγαινε για λίγη ώρα πριν από το δείπνο και στην μητέρα μου, για την ενημέρωση του. Μεταξύ των λίγων ιδιωτών του χωριού που αγόραζαν τότε εφημερίδα, συγκαταλεγόταν και η μητέρα μου. Κυρίαρχο λοιπόν θέμα την ώρα του δείπνου μας εκείνο το βράδυ, ήταν η ικεσία προς την βασίλισσα Ελισάβετ για απονομή χάριτος στους δύο καταδικασθέντες. Αν και παιδί τότε, εγώ άκουγα την κάθε της λέξη, γιατί έλεγε πάντα σημαντικά πράγματα.

-Φίλε Αχμέτ,
Έλα κι εσύ στον καφενέ,
Να πιούμε κόκκινο κρασί
Της Πιτσιλιάς
Και μέσα στο μεθύσι το θολό,
Να τραγουδήσουμε στην γλώσσα του καθένας,
Τραγούδια της πατρίδας μας.

Ξέχασε Αχμέτ
τον γιο τον σκοτωμένο,
παίζει κρυφτό στ’ αλώνια του χωριού μας,
μαζί με τον Αντρέα,
παιδί της πρώτης μου νιότης.

Η 26η Οκτωβρίου, ημέρα γιορτής του πολιούχου αγίου της Θεσσαλονίκης, υπήρξε και ημέρα απελευθέρωσης της!

Το ποίημα μου «Άφησες το Υνί» συνιστά το δικό μου ταπεινό κλωνάρι τιμής, στην μνήμη των Κυπρίων εθελοντών που συνέδραμαν το έθνος, με την συμμετοχή τους στους Βαλκανικούς Πολέμους και στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μεταξύ των εθελοντών συγκαταλεγόταν και ο Χρήστος Χατζηγεωργίου, ελεύθερο παλικάρι τότε, αδελφός του παππού μου Χατζηστερκώτη. Είναι η δική του συμμετοχή που μου ενέπνευσε το ποίημα μου αυτό, συγκινημένη από το γεγονός ότι ένας αγρότης από την Κύπρο, την εδαφική εσχατιά του Ελληνισμού, θέλησε να πολεμήσει, μαζί με τους Ελλαδίτες αδελφούς, για την Ελευθερία της Μακεδονίας. Μιλώντας κάποτε με ένα από τα παιδιά του αείμνηστου αυτού Μακεδονομάχου, μου είπε ότι ο αγωνιστής αυτός είχε στο ράφι του δωματίου του έργα της κλασσικής λογοτεχνίας και τα μελετούσε. Η πληροφορία αυτή δεν με εξέπληξε, αφού και η δική μου μητέρα, στον ανύπαρκτο χρόνο της «δημιουργούσε «χρόνο» και μελετούσε συγγράμματα της Βυζαντινής αλλά και αρχαιότερης περιόδου. Δεν είχαμε εμείς βιβλιοθήκη δική μας, γι’ αυτό και η μητέρα μου δανειζόταν τα βιβλία που διάβαζε από τον γείτονα μας Παντελή Μελά. Την εκτενή ελληνομάθεια της μητέρας μου την μαρτυρούσε και η γλώσσα της. Ήταν μια κυπριακή εκδοχή της γλώσσας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που συνίστατο από αρχαίες λέξεις και φράσεις, βυζαντινές, εκκλησιαστικές, λόγιες καθώς και ένα πλούτο κυπριακών λέξεων στην αυθεντικότερη τους μορφή.

Όταν πεθάνω βγάλτε μου το μνήμα μου μεγάλον,
να με χωρά να στέκομαι, να μπόρω να ξαπλώνω.
Εις τον Βορράν και Γέννησιν, αφήστε παραθύριν,
για να θωρώ την Μεσαριάν, που χάραμαν ως δείλις.
Επάνω από το μνήμα μου, μην κάμετε κιβούριν,
ούτε λουλούδια θέλω ‘γω και κρίνα ανθισμένα,
μόνο να μου φυτεύετε σιτάρι κάθε Νιόβρη.
Να το θωρώ που θα βλαστά και που θα μεγαλώνει
και με τον Μάρτη τον καλό, τα στάχυα όταν γεμίζουν,
θα χαίρετ’ η ψυχούλα μου και θα αναγαλλιάζει.


Κι όταν στου Πλάστη θα βρεθώ εγώ μπροστά στο θρόνο,
θα πέσω εις τα πόδια του και θα του τα φιλήσω
και θα του πω να μην ξεχνά, να βρέχει κάθε χρόνον
στη Μεσαριά νερά πολλά, να πίνει να χορτάνει.
Και στα βουνά του Μαχαιρά να βρέχει, να χιονίζει,
να κατεβαίνει ο Πηδιάς γεμάτος κάθε χρόνον,ζώνη διαμαντοσόλιστη, στη μέση να τη ζώνει.

(Αφιέρωμα τιμής στον Ελληνισμό της Κύπρου που συνέδραμε το Έθνος στους σκληρούς του αγώνες για Ελευθερία και Δικαιοσύνη. Το ποίημα αυτό το αφιερώνω ιδιαίτερα στους Κύπριους που πολέμησαν για την Ελευθερία της Μακεδονίας, στο πλευρό των Ελλαδιτών αδελφών, στην διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου).

Το υνί και το κοπάδι σου τα άφησες
Στης αδελφής τα χέρια,
Να οργώνει μονάχη της τη γη και να την σπέρνει,
Τα πρόβατα να βγάζει στη βοσκή
Στης Μεσαριάς τον κάμπο.
Τον κύρη εχαιρέτησες κι επήρες την ευχή του,
Την μάνα σου εφίλησες κι είχες σφιχταγκαλιάσει
Και στην καλή σου έστειλες βασιλικού κλωνάρι,
Να τώχει μες τον κόρφο της να του γλυκομιλάει.
Έτρεξες γρήγορα εσύ, εις την κραυγή του Έθνους,
Να πάεις μακριά, σ’ άλλα λιμέρια του Ακρίτα,
Με το σπαθί στο χέρι σου και λιονταρίσια την καρδιά,
Λευτερωτής μιας γης π’ αγάπησες,
Χωρίς να δεις, χωρίς να την πατήσεις.
Στα Πέντε Πηγάδια επολέμησες και στο Κιλκίς,
Στον Λαχανά και σ’ άλλες μάχες,
Όπου φωτιά και σίδερο εσύ πρώτος.
Αψήφησες του Χάροντα το κοφτερό δρεπάνι,
Τον δρόμο της δόξας επερπάτησες,
Τον δύσβατο κι αιματοποτισμένο.
Στη Σαλονίκη μπήκες νικητής,
Πορεύτηκες σε δαφνοστρωμένους δρόμους
Και ροδοπέταλα στην κεφαλή σου εδέχτηκες,
Που κόρες γαλανές σε έραναν με τα αγνά τους χέρια.
Με αίμα βάφτηκε η σαραντάπηχη σου η βράκα
Μα ήταν η ψυχή σου αδέλφι μου
Από το φως γεμάτη
Που δίνει η Λευτεριά στους εκλεκτούς της
Για να το σπέρνουν όπου διαβούν κι όπου θα περάσουν.
Από το φως που σ’ έλουσε άστραψε και η γη σου
Κι ας ήταν θρονιασμένη εδώ και σιδερόφραχτη η τυραννία...

Με το φερνάτζι (1)  στον  σωρόν, το μάλαμα (2) ανεμίζουν,
Κι ο αέρας παίρνει τ’ άχυρα, ολόγυρα στον κάμπο.
Και δώσ’ του πάνε κι’ έρχονται αράδα ανεμιστάδες,
Ξυπόλυτοι πα’ στον σωρόν, κορμιά κυπαρισσένια
Και βράκες σαραντάπηχες στον κορνιαχτό ν’ ασπρίζουν. 

Αντιλαλούν τα γέλια τους, ως του Πενταδακτύλου,
Τις αετίσιες τις κορφές, τις καστροφορεμένες,
Με τους Ακρίτες να θωρούν, την Μεσαρκάν  να γλέπουν (3).

Η αγάπη μας απέραντη
σαν τον πλατύ τον κάμπο
της Μεσαορίας.

Τα όνειρα μας
μεστωμένα
σαν στάχυα του Μάη.

Χτυπά η καμπάνα θλιβερά, και το χωριό ακούει!
Ποιος γέροντας να πέθανε και τον μοιρολογάει;
Γέρος κανείς δεν πέθανε, γέρος κανείς δεν πήγε,
δυο νιοι είναι που πέθαναν, δυο λιγνοκυπαρίσσια!

Αυγήν- αυγήν τους κρέμασαν, πριν τα πουλιά λαλήσουν
κι ο ουρανός τα άμετρα, τ’ αστέρια του τα σβήσει,
και ρίξει στην Ανατολή, για να ροδίσει, ρόδα.
Κρέμασαν τον Καραολή κι Ανδρέα Δημητρίου,
γιατί αγωνίστηκαν πολύ για την Ελευθερία,
της Κύπρου της πολύπαθης, της λατρεμένης γης μας.

Put up your bright sword Achilleus,
For the dew will rust it.
Handsome though you are,
You are no more so than Hector.
Both of your precious bloods,
Milked on the same breast of care,
But dead, oh invaluable sons,
How mother’s eyes shall tear the ground!

If hatred swallows your hearts,
Death shall dog your heels,
Until over your pride you trip,
Or under the chariot wheels,
As the beating wings of Fate
Blow the breath from your face.

(Αφιέρωμα στους Άστεγους της Οικουμένης)

Χιονίζει,
κι εσύ κοιμάσαι στον δρόμο.
Βρέχει ο Θεός
και πάνω από το κεφάλι σου,
σκεπή ο ουρανός.